*Aπαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση άρθρων και κειμένων χωρίς την γραπτή έγκριση του ΑΡΧΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΟΡΟΥ
Χορευτικό φαινόμενο και κοινωνική πραγματικότητα
Μέθοδοι έρευνας
¶ννα Λυδάκη, επίκ. καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας
του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Εισαγωγή
Ο Condillac ονομάζει τη χορευτική έκφραση έμπρακτη γλώσσα, και γράφει ότι προφανώς η γλώσσα αυτή διατηρήθηκε, ακόμη και όταν είχε δημιουργηθεί η φωνητική - λεκτική έκφραση, για να ειδοποιείται ο λαός για θέματα πρωταρχικού ενδιαφέροντος σχετικά με τον νόμο και τη θρησκεία. Και αυτό γιατί η έμπρακτη γλώσσα είχε κάτι το ισχυρό και το μεγάλο, επενεργούσε πάνω στη φαντασία με ζωηρότητα και άφηνε μια μόνιμη εντύπωση στη μνήμη. Εν συνεχεία, τελειοποιώντας το γούστο τους, οι λαοί ποίκιλαν αυτόν τον χορό προσδίδοντάς του χάρη και έκφραση. Όχι μόνο υπέταξαν σε κανόνες τις κινήσεις των χεριών και τις συστροφές του σώματος, αλλά ακόμα όρισαν τα βήματα που έπρεπε να ακολουθηθούν. Έτσι ο χορός χωρίστηκε φυσιολογικά σε δύο υποτελείς τέχνες: τη μια που ήταν ο χορός των νευμάτων και διατηρήθηκε για να συνδράμει στη μετάδοση των ανθρώπινων σκέψεων και την άλλη, η οποία ήταν κυρίως ο χορός των ποδιών και τη χρησιμοποιούσαν για να εκφράσουν ορισμένες ψυχικές καταστάσεις και ιδιαίτερα τη χαρά ή επ’ ευκαιρία εξάρσεων με κύριο σκοπό την απόλαυση.
Μέσα στον χορό, συνεχίζει ο Condillac, υπάρχουν διάφορα είδη, από το πιο απλό ίσαμε το πλέον ίσαμε το πλέον σύνθετο. Όλα είναι καλά, συμπεραίνει, αρκεί να εκφράζουν κάτι, και είναι τόσο πιο τέλεια όσο η έκφραση ποικίλλει και διευρύνεται. Ο καλύτερος χορός, καταλήγει, είναι εκείνος που παριστά τις χάρες της ευγένειας και αποτελεί ένα είδος συνάντησης ή διαλόγου, ανάμεσα σε άτομα ή λαούς, εφόσον κάθε λαός διαμόρφωσε τους χορούς του με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τις συνθήκες ζωής, τις ανάγκες, τα ήθη του.
Νομίζω ότι τα παραπάνω λόγια του Condillac εμπεριέχουν όλα όσα έχουν πει κατά καιρούς οι μελετητές για τον χορό, την ιερότητά του, την εκφραστική και επικοινωνιακή διάστασή του, τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει το χορευτικό φαινόμενο και την άμεση συνάφειά του με το κοινωνικό σύστημα εντός του οποίου δημιουργείται. Πράγμα που συνεπάγεται ότι η διερεύνηση του φαινομένου πρέπει να γίνεται σε σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα. Στην παρούσα εργασία προσεγγίζεται το φαινόμενο αυτό και προτείνονται μέθοδοι για τη διερεύνησή του· μέθοδοι που θα συνδέουν και θα μελετούν συγχρόνως το ειδικό (χορευτικό φαινόμενο) και το γενικό (κοινωνία).
Η χορευτική έκφραση
Η καλλιτεχνική έκφραση, που επιδιώκει την επικοινωνία και τη διακίνηση νοημάτων μέσα από διαύλους διαφορετικούς από εκείνους της λεκτικής γλώσσας, μπορεί να μας δώσει πολλά στοιχεία για την κοινωνία που τη γέννησε. Ο R. Williams πιστεύει ότι η λέξη «τέχνη» είναι λέξη – κλειδί προκειμένου να κατανοήσουμε τις εσώτερες σχέσεις μεταξύ πολιτισμού και κοινωνίας και οι Adorno – Horkheimer τονίζουν πως η τέχνη αποτελεί ένα ιστορικό στοιχείο των κοινωνιών που πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί με κριτική ανάλυση, ως μια μη συνειδητή ιστοριογραφία.
Οι απαρχές και οι πρώτες μορφές της τέχνης γεννήθηκαν μέσα από την ιερή τελετουργία και την προσπάθεια επικοινωνίας με το θείο: οι χαραγμένες ζωγραφιές στις γωνιές των σπηλαίων ήταν μέρος της μαγικής τελετής, μια προσπάθεια να επηρεάσουν το πνεύμα του ζώου για να μπορέσουν να το συλλάβουν· το έπος κατάγεται από το εκστατικό σαμανικό τραγούδι, η νεότερη ζωγραφική από τη λατρευτική εικονογραφία, η έντεχνη μουσική από την εξέλιξη του λατρευτικού ύμνου. Και ο χορός, που μας ενδιαφέρει εδώ, ως κινήσεις που αποκλίνουν από την κανονική βάδιση, χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την επαφή με θεοποιημένες δυνάμεις. Οι δυνάμεις αυτές, έξω και πέρα από τα ανθρώπινα γνωρίσματα και μέτρα, θεωρούνταν ότι είχαν και διαφορετικό τρόπο κίνησης και αυτόν προσπαθούσαν να μιμηθούν με τον χορό προκειμένου να τις προσεγγίσουν και να επικοινωνήσουν μαζί τους. Έτσι, για παράδειγμα, ο μαγικός χορός του σαμάνου με τη μάσκα εξύφαινε τη σχέση με το ιερό, τη μίμηση, την «εσωτερική», βιωματική εξομοίωση του ανθρώπου με τη φύση, την άρση των διακρίσεων ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό, και οι κοιλότητες της μάσκας χρησίμευαν για κατοικίες των πνευμάτων προς τα οποία έτειναν.
Αυτή η ενότητα τέχνης και κοινωνικής πραγματικότητας φαίνεται ακόμη στις λαϊκές δημιουργίες των παραδοσιακών κοινωνιών, καθώς οι τέχνες σ’ αυτές τις κοινωνίες δεν διαχωρίζονται σε «καλές» και κατώτερες, «μείζονες» και «ελάσσονες». Τα έργα τέχνης είναι ως επί το πλείστον ανώνυμα, και δημιουργός είναι απλώς ο καλός τεχνίτης, που δεν θεωρεί ότι κατασκευάζει ένα έργο τέχνης αλλά ένα χρηστικό αντικείμενο στο οποίο δίδει αισθητική μορφή. Το ίδιο ανώνυμη είναι και η λαϊκή λογοτεχνία (μύθοι, παραμύθια, παραδόσεις, δημοτικά τραγούδια κλπ.) που απηχούν την ιδεολογία, την κοσμοθεωρία, τις δοξασίες και το κοινό αίσθημα που διέπουν τη ζωή των ανθρώπων.
Η τέχνη αποκόπηκε από την καθημερινή ζωή, της οποίας ήταν μέρος, κατά τον Διαφωτισμό με την άνοδο της αστικής τάξης, τότε που εμφανίστηκαν και οι έννοιες της αισθητικής και του καλλιτέχνη. Εντούτοις, σε κάθε περίπτωση, η τέχνη άμεσα ή έμμεσα σχετίζεται με τις συνθήκες δημιουργίας της και καμιά γνώση του κόσμου δεν είναι πλήρης χωρίς την κατανόηση των έργων καλλιτεχνικής έκφρασης και δημιουργίας, τα οποία αποτελούν σημαντικό μέρος του, εφόσον ο καλλιτέχνης εκφράζεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο από το οποίο αντλεί το υλικό του. Ο Marcuse είχε τονίσει ότι αισθητική μορφή, αυτονομία και αλήθεια είναι αλληλένδετες και ότι η αλήθεια της τέχνης έγκειται στην δύναμή της να σπάζει το μονοπώλιο της κατεστημένης πραγματικότητας (δηλαδή αυτών που την εγκαθίδρυσαν) για να ορίζει τι είναι πραγματικό.
Ο απόηχος της παλιάς ενότητας τέχνης και κοινωνικής πραγματικότητας φαίνεται ακόμη και σήμερα κατά τη μελέτη και ανάλυση των χορών και ιδιαίτερα των παραδοσιακών. Με τον όρο παραδοσιακός χορός εννοούμε τον χορό που σχηματοποιήθηκε σε έναν παραδοσιακό πολιτισμό, σε ένα πολιτισμό, δηλαδή, ο οποίος βασίζεται στον προφορικό λόγο, στην άμεση επικοινωνία και συνδιαλλαγή ανάμεσα στα άτομα που συναποτελούν την κοινότητα. Βεβαίως αναφερόμαστε σε εποχές που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ήδη τη γραφή, όμως η ζώσα φωνή εξακολουθεί να είναι ο κυρίαρχος τρόπος δημιουργίας των κοινωνικών δεσμών και οι παραδόσεις να εμμένουν. Στη συνέχεια, με τον εξαστισμό των πληθυσμών οι άνθρωποι έρχονται στο άστυ, αλλά κατά το μεγαλύτερο μέρος της νοοτροπίας και των δραστηριοτήτων τους δεν γίνονται αστοί: στο νέο τόπο μεταφέρουν νοοτροπίες, γλωσσικές συνήθειες, στερεότυπα, στάσεις, πρότυπα ζωής πρότερων χρόνων, δια βίου εσωτερικευμένα. Έτσι, κατάλοιπα του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού συναντάμε και στην πόλη, όπου αναβεβηκότα και καταπεπτωκότα στοιχεία σμίγουν σε ένα πολιτισμικό κράμα και επιβιώνουν.
Ο παραδοσιακός χορός αποτελεί χαρακτηριστική πολιτισμική επιβίωση που εξακολουθεί να επιβιώνει τόσο στην ύπαιθρο, στις γιορτές και τα πανηγύρια, όσο και στην πόλη, ακόμη και στα κοσμικά κέντρα όπου συχνάζουν οι νέοι. Στα στέκια της νεολαίας, ειδικά προς το τέλος του προγράμματος όταν οι θαμώνες «έχουν έρθει στο κέφι» για τα καλά, τα τσάμικα, τα καλαματιανά, οι καρσιλαμάδες και τα νησιώτικα κυριαρχούν και τα νέα παιδιά δείχνουν να χαίρονται τους ρυθμούς αυτούς.
Η επιβίωση του παραδοσιακού χορού στην ύπαιθρο, παρά την εισβολή του μοντέρνου, και η επιβίωση ή αναβίωσή του –φολκλόρ- στο άστυ αποτελούν κοινωνικά φαινόμενα που θα πρέπει να μελετηθούν.
Ο χορός ως γλώσσα
Ο χορός, όπως ήδη αναφέραμε, αποτελεί την πρωταρχικότερη έκφραση του ανθρώπου, είναι μια γλώσσα πρότερη από τη λεκτική και γεννιέται σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον. Για τη σχέση γλώσσας, κοσμοθεωρίας και πολιτισμού έχουν γραφτεί πολλά. Η κοινωνική διάσταση της γλώσσας επισημάνθηκε ήδη με έμφαση από τους ρομαντικούς, όπως τον Herder και τον Humboldt. Η γλώσσα γι’ αυτούς εκφράζει διυποκειμενικά νοήματα και την κοσμοθεωρία μιας ομάδας, συνιστά τη δομή της ίδιας της κοινωνικής πραγματικότητας· η γλώσσα δεν είναι μόνο όργανο αλλά και θησαυροφυλάκιο και μορφή σκέψης· και η άποψη αυτή αποδεικνύεται διαχρονική παρά τις επί μέρους διαφορετικές προσεγγίσεις της από τους κοινωνικούς επιστήμονες. Το περιεχόμενο των επικοινωνιακών σημείων και των μηνυμάτων δεν είναι αυθαίρετο, αφού η πείρα των περασμένων γενεών περιέχει αντικειμενική γνώση του κόσμου, χωρίς την οποία ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να δράσει με τρόπο προσαρμοσμένο στο περιβάλλον του. Δεν ανακαλύπτει τα πράγματα από την αρχή, αλλά τα κατανοεί μέσα από τους «λόγους» (discourses), τους θεσμούς, τις δραστηριότητες, τις συλλογικές αναπαραστάσεις, τις αφηγήσεις που οργανώνουν την εμπειρία, συγκροτούν την πραγματικότητα και ορίζουν την ταυτότητα και το πλαίσιο ζωής.
«Δεν κατοικούμε μια χώρα. Κατοικούμε μια γλώσσα», έλεγε ο Ε. Σιοράν χαρακτηριστικά, και όταν λέμε γλώσσα δεν εννοούμε μόνο το σύστημα λεκτικών σημείων, αλλά κάθε συμβολικό σύστημα επικοινωνίας το οποίο χρησιμοποιούν τα άτομα για να επικοινωνήσουν μέσα από διυποκειμενικά νοήματα. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τη λεκτική γλώσσα, έτσι και με τη χορευτική δραστηριότητα, ο τρόπος και ο ρυθμός του χορού, αποτελούν μέρος της ταυτότητάς μας που συγκροτήθηκε μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον. Ο χορός, ως τέχνη και ως έκφραση αποτελείται από ένα σύστημα σημείων τα οποία πρέπει να αποκρυπτογραφήσει ο μελετητής.
Σύμφωνα με τα παραπάνω κάθε ερευνητική προσπάθεια για την ερμηνεία των χορών δεν μπορεί να γίνει ξέχωρα από τον πολιτισμό στον οποίο γεννήθηκε, την κοινωνική πραγματικότητα εντός της οποίας ζει. Ο απλός άνθρωπος χορεύει, εκφράζεται, αυτοσχεδιάζει, περιοριζόμενος βέβαια πάντα μέσα στους κανόνες του χορού. Δεν αναρωτιέται, συνήθως, για τη σημασία των κινήσεών του. Ο μελετητής του χορού είναι εκείνος που θα διερευνήσει το φαινόμενο για να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτή τη μορφή της τέχνης και τους αναπαραστατικούς κώδικες που χρησιμοποιούνται κάθε φορά, χωρίς να το διαχωρίζει από τα κοινωνικά συμφραζόμενά του και να το μελετά μεμονωμένα. Προκειμένου, δηλαδή, να είναι σε θέση ένας επιστήμονας να αρθρώσει λόγο για το χορευτικό φαινόμενο απαιτείται μια εποπτεία, μια συνθεώρηση του φαινομένου με τις κοινωνικές συνθήκες που το γέννησαν και βρίσκονται σε συνεχή αλληλοεπενέργεια μ’ αυτό. Η σημειολογία του χορού είναι νοητή σε συνολικά πλαίσια και ο κοινός αυτός χώρος των σημαινομένων συμπαραδήλωσης είναι ο χώρος της ιδεολογίας, η οποία δεν θα μπορούσε να είναι παρά μοναδική για μια δεδομένη κοινωνία και ιστορία, όποια κι αν είναι τα σημαίνοντα συμπαραδήλωσης στα οποία προσφεύγει. Έτσι η σημειωτική (ή σημειολογία) είναι πλήρης νοημάτων καθώς οι δεσμοί ανάμεσα στην έκφραση και το περιεχόμενο αναπτύσσονται και αποκτούν σημασίες μέσα στην κοινωνία. Οι δεσμοί είναι συλλογικής τάξης και η μελέτη τους δίνει σημαντικά στοιχεία για τις ιδέες, τους κανόνες, τις πρακτικές, τους κώδικες, τη γνώση, την κουλτούρα μιας κοινωνίας. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που είναι πραγματικό π.χ. για ένα Θιβετιανό μοναχό ή για ένα περιστρεφόμενο δερβίση ή για ένα σαμάνο πιθανώς να μην είναι πραγματικό για ένα λαϊκό χορευτή. Πραγματικότητα και γνώση αντιστοιχούν σε συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους και οι σχέσεις ανάμεσα σε αυτά τα δύο πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε κάθε ανάλυση.
Μέθοδοι προσέγγισης του χορευτικού φαινομένου
Αφού λοιπόν γίνεται φανερό ότι ο μελετητής του χορευτικού φαινομένου θα πρέπει να το μελετήσει ως ένα κοινωνικό φαινόμενο που εμφανίζεται σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο και συγκεκριμένο τόπο και χρόνο -ή και διαχρονικά- το αμέσως επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι με ποιον τρόπο μπορεί αυτό να διερευνηθεί, και η απάντηση ορίζει τη μέθοδο, το σύστημα των κανόνων με τους οποίους θα προσεγγίσει και θα εξετάσει το αντικείμενό του. Με τον όρο μέθοδος δεν εννοούμε μόνο τους συστηματικούς κανόνες και, συνακόλουθα, τις τεχνικές και τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ο ερευνητής προκειμένου να συλλέξει τα στοιχεία, τα οποία χρειάζεται για να απεικονίσει και να μελετήσει την κοινωνική πραγματικότητα, και τον τρόπο ανάλυσής τους· παράλληλα υπονοείται και η σχέση ερευνητή – αντικειμένου της έρευνας, καθώς αυτή η σχέση προσδιορίζει και προδιαγράφει τον τρόπο προσέγγισης, καταγραφής και ερμηνείας των φαινομένων. Στις επιστήμες του ανθρώπου χρησιμοποιούνται συνήθως οι ποσοτικές και οι ποιοτικές μέθοδοι με τις αντίστοιχες τεχνικές και τα ανάλογα εργαλεία όμως η επιλογή της μιας ή της άλλης μεθόδου καταδεικνύει και τη σχέση του ερευνητή με το αντικείμενο που διερευνά και τη θέση του απέναντι στο πρόβλημα της γνώσης γενικότερα.
Ο ερευνητής κατά την ανάλυση του χορευτικού φαινομένου είναι δυνατόν να θεωρεί ότι το φαινόμενο αυτό και οι κοινωνικές ομάδες γενικότερα μπορούν να μελετηθούν με τα πρότυπα των θετικών επιστημών, εφόσον τίθενται απέναντί του αντικειμενικά, ή αντίθετα ότι ο άνθρωπος και οι ανθρώπινες ομάδες απαιτούν μια προσέγγιση άλλου είδους, με κριτικό χαρακτήρα, με σκοπό την ερμηνεία και την κατανόηση των φαινομένων που ίσως έχουν διαφορετική σημασία για τα υποκείμενα που μελετά από ότι για τον ίδιο.
Οι θετικιστικές προσεγγίσεις (δομισμός, φορμαλισμός, δομολειτουργισμός, θεωρία των συγκρούσεων) είναι αφαιρετικές και εισηγούνται έναν τυπικό τρόπο προσέγγισης των κοινωνικών φαινομένων. Έτσι όμως οι βαθύτερες σχέσεις και το πλαίσιο, εντός του οποίου τα σημεία και τα φαινόμενα αποκτούν νόημα, παραμελούνται. Τόσο ο δομισμός όσο και ο φορμαλισμός, που συνδέθηκε μαζί του, δέχθηκαν κριτική για τη μαθηματικοποίηση των στοιχείων, την επικέντρωση του ενδιαφέροντος στα σημεία, στους κώδικες, στις λειτουργίες της φόρμας και στις δομές που έτειναν να εξαλείψουν κάθε τι που θα υπονόμευε την επεξεργασία μιας ομοιογένειας. Ο μεταδομισμός, μελέτησε την παραγωγή του σημαινόμενου μέσα από το σημαίνον ή τα σημαίνοντα. Υποστηρίζει ότι πριν από τη σήμανση δεν υπάρχει σημαινόμενο. Η ταυτότητα δίδεται εντός ενός λόγου που προκαθορίζει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα θα ορίσουν τον εαυτό τους και θα συνδεθούν με άλλα υποκείμενα ή αντικείμενα, χωρίς ποτέ να είναι οριστική και τελεσίδικη, καθώς ο λόγος δεν έχει όρια. Όμως, όπως σημειώνει ο S. Seidman, ο μεταμοντερνισμός δεν φαίνεται να έχει μια ριζική ρήξη με τον σύγχρονο δυτικό μοντερνισμό.
Οι θετικιστές αναχωρούν από θεωρητικές υποθέσεις και προσεγγίζουν το αντικείμενο της μελέτης τους -θεωρώντας το ως αντι-κείμενο- αποβλέποντας στη διατύπωση γενικών νόμων και πορισμάτων κατά το πρότυπο των θετικών επιστημών, οι οποίες μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του αιώνα μας θεωρούνταν αναμφισβήτητου κύρους, εφόσον βασίζονταν όχι μόνο στην παρατήρηση αλλά και στο πείραμα και, συνακόλουθα, στην απόδειξη των θεωρητικών υποθέσεων. Επικεντρώνονται στη μελέτη των δομών, χρησιμοποιούν κυρίως ποσοτικές μεθόδους έρευνας με ερωτηματολόγια και στατιστικές αναλύσεις προκειμένου να απεικονίσουν την κοινωνική πραγματικότητα με «αντικειμενικό τρόπο», χωρίς όμως έτσι να μπορούν να συλλάβουν τα βαθύτερα νοήματα που λανθάνουν των απαντήσεων και των ποσοστών. Επιπλέον ο ερευνητής, επιλέγοντας μια τυποποιημένη, σταθερή ερευνητική στρατηγική, σε μεγάλο βαθμό προκαθορίζει το πώς θα μελετηθεί το φαινόμενο και εμμέσως τις συνθήκες γνώσης του.
Η θετικιστική αντίληψη έρευνας, χρησιμοποιώντας τέτοιου είδους μεθόδους, εκλαμβάνει τα πράγματα σαν να ήταν αναλλοίωτα και παντοτινά. Όμως οι απαντήσεις για τον τρόπο που υπάρχουν τα πράγματα δεν είναι ποτέ οριστικές, καθώς τα αντικείμενα δεν υπάρχουν αφ’ εαυτών, αλλά σε σχέση και αλληλεπίδραση με το υποκείμενο που συγκροτεί το νόημα.
Από τη δεκαετία του ‘60 παρατηρούμε πολύ συχνά τη θέση των θετικιστικών προσεγγίσεων να παίρνουν οι ερμηνευτικές. Ο επιστημολογικός συμπεριφορισμός, δηλαδή η υποχρέωση κάθε κρίση για την αλήθεια και τη γνώση να στηρίζεται στα κριτήρια που συμμερίζονται οι σύγχρονοί μας ερευνητές, αμφισβητείται. Η προ-Kuhn εποχή κατά την οποία το να είσαι επιστήμονας σήμαινε να είσαι ορθολογιστής προφανώς έχει περάσει και σκοπός δεν είναι η ανακάλυψη της«αντικειμενικής» αλήθειας, αλλά η συνέχιση της συζήτησης.
Οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι βαθύτερα νοήματα και σημασίες που διέπουν τη ζωή των ανθρώπων δεν αναδύονται μέσα από τις ποσοτικές μεθόδους. Το αντικείμενο των επιστημών του ανθρώπου είναι υποκείμενο που δημιουργεί το ίδιο τα νοήματα και την πραγματικότητά του -πιθανότατα διαφορετική από τη μία αντικειμενική πραγματικότητα. Έτσι προσπαθούν να δουν τα πράγματα κριτικά και από τη μεριά των δρώντων υποκειμένων, καθώς και τον τρόπο που εκείνα τα προσλαμβάνουν και τα ερμηνεύουν. Με άλλα λόγια η ερμηνευτική, που έρχεται από τον 19ο ρομαντικό αιώνα, αναβιώνει κατά κάποιο τρόπο και αυτό υποδηλώνει και ένα αδιέξοδο που προκάλεσε η πλησμονή θετικιστικών προσεγγίσεων στους μετέπειτα χρόνους. Λέξεις όπως «αντικειμενικότητα», «υπέρβαση», «γενίκευση», χαρακτηρίζονται από εθνοκεντρικές αξίες και ενδιαφέροντα και δεν είναι αθώες, αλλά εμπεριέχουν κοινωνικά και πολιτικά νοήματα. Η αντικατάστασή τους με λέξεις όπως «διυποκειμενικότητα», «ενσυναίσθηση», «διάλογος», «ερμηνεία» σημαίνει ότι επιθυμούμε και επιδιώκουμε να ακούσουμε και να κατανοήσουμε εκείνους οι οποίοι έχουν ιδέες διαφορετικές από τις δικές μας. Η βεβαιότητα της καρτεσιανής μεθόδου και του θετικισμού δίνει θέση στην αβεβαιότητα, τον αναστοχαστικό και τον κριτικό διάλογο.
Η κατανόηση
Οι αντιθετικιστικές προσεγγίσεις των κοινωνικών φαινομένων αποφεύγουν την εκκίνηση από ένα συγκεκριμένο προγραμματισμένο τρόπο προσέγγισης των στοιχείων. Βαρύτητα δίδεται στην ευαισθητοποίηση του ερευνητή και την ευελιξία της μεθόδου, λόγω ακριβώς του ιδιαίτερου αντικειμένου των επιστημών του ανθρώπου. Ο χορός, πιο συγκεκριμένα, αποτελεί μια ανθρώπινη έκφραση που συχνά «δραπετεύει» από τις συμβάσεις και τους κανόνες για να δηλώσει βαθύτερα, ανείπωτα συναισθήματα που απαιτούν ερμηνεία και κατανόηση. Συνεπώς δεν θα πρέπει η θεωρία να προκαταλαμβάνει την έρευνα, αλλά να προκύπτει μέσα από τον διάλογο ιδεών και στοιχείων που συλλέγονται με ποιοτικές μεθόδους έρευνας, ενσωμάτωση του ερευνητή στο πεδίο της έρευνας, με συμμετοχική παρατήρηση, μη-δομημένες συνεντεύξεις, αφηγήσεις ζωής, «πυκνές περιγραφές» κλπ. Πρωταρχικός σκοπός είναι δηλαδή, όχι απλώς να απεικονισθεί ή να «παρουσιαστεί» η πραγματικότητα, αλλά κυρίως να κατανοηθεί και να αποκαλυφθούν οι αφανείς αντιλήψεις και σχέσεις που διέπουν την ανθρώπινη έκφραση και τα κοινωνικά φαινόμενα στο συγκεκριμένο κάθε φορά πολιτισμικό πλαίσιο.
Η μη-αποδεικτικότητα της ερμηνευτικής προσέγγισης προκαλεί την κριτική της αναλυτικής ορθολογιστικής μεθοδολογίας για αυθαίρετες ερμηνείες, οι οποίες απορρέουν από τις προσωπικές εκτιμήσεις του ερευνητή, και για δεδομένα που δεν προέρχονται από τυχαία δειγματοληψία. Όμως το αίτημα μιας «απροϋπόθετης» και «απροκατάληπτης» κατανόησης, μιας θεώρησης ελεύθερης από τους περιορισμούς οποιασδήποτε επιμέρους σκοπιάς και ειδικής οπτικής γωνίας είναι κάτι το ανέφικτο. Ο H. G. Gadamer στο Αλήθεια και Μέθοδος, παρά τον τίτλο του έργου δεν παρουσιάζει καμιά μέθοδο για την απόκτηση γνώσης αλλά αναφέρεται κυρίως στην ανθρώπινη δυνατότητα του κατανοείν. Δεν πιστεύει ότι υπάρχει απροϋπόθετη γνώση και έχει επίγνωση της ιστορικότητας της ερμηνείας. Η παράδοση, το παρελθόν αποτελούν το δυναμικό πεδίο κίνησης και η ερμηνεία και η κατανόηση είναι αληθείς τη στιγμή που δεν είναι εντελώς υποκειμενικές, αλλά αναδύονται μέσα από τα διυποκειμενικά νοήματα.
Συμπέρασμα
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι η μελέτη του χορευτικού φαινομένου θα πρέπει κατ’ αρχήν να γίνεται εντός του κοινωνικού πλαισίου στο οποίο αυτό παρουσιάζεται με ποιοτικές μεθόδους και ερμηνευτικές προσεγγίσεις κυρίως. Η θεωρία έτσι διαμορφώνεται σε διαπλοκή και νοερό διάλογο με τα δεδομένα, χωρίς οι εννοιολογήσεις να προκαταλαμβάνουν την ερμηνεία. Η πρόκριση των ποιοτικών μεθόδων έρευνας δεν σημαίνει κατάργηση των ποσοτικών. Αντίθετα· ο συνδυασμός μεθόδων και τεχνικών μας βοηθά να ξεκαθαρίσουμε αντιφατικές καταστάσεις και μπορεί να μας οδηγήσει σε πιο ασφαλή συμπεράσματα σε ό,τι αφορά την κοινωνική πραγματικότητα που μελετάμε. Ακόμη η μελέτη του πλαισίου και οι εργασίες άλλων ερευνητών οδηγούν σε ένα είδος τριγωνισμού (triangulation), και η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο επίπεδο emic (του τρόπου σκέψης του ερευνώμενου) και του etic (τις καθολικές αναλυτικές κατηγορίες του ερευνητή) περιορίζει τον κίνδυνο αυθαίρετων ερμηνειών. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαλείφεται το υποκειμενικό στοιχείο από τα συμπεράσματά μας. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η προσωπική ματιά, η υποκειμενική διαίσθηση και ευαισθησία ενυπάρχει σε κάθε έρευνα, ποσοτική ή ποιοτική, έστω και αν δεν ομολογείται, όπως συμβαίνει με τον «αυθεντικό» επιστημονικό λόγο, που αντλεί την εγκυρότητά του από τη γενίκευση, τις οριστικές βεβαιότητες και τις μεγάλες θεωρίες. Η υποκειμενική, όμως, διάσταση στην ερευνητική διαδικασία δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητική. Η δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων, η αναγνώριση του συνεχούς γίγνεσθαι, η αναστοχαστικότητα και ο συλλογισμός, μαζί με την πειστικότητα της ερμηνείας παρέχουν εχέγγυα εγκυρότητας.
Το χορευτικό φαινόμενο, όπως και κάθε κοινωνική εκδήλωση απαιτεί μια πλουραλιστική προσέγγιση. Θα πρέπει δηλαδή να μελετάμε και να υπολογίζουμε τις παγιωμένες δομές του συστήματος και παράλληλα τον τρόπο με τον οποίο αυτές προσλαμβάνονται, ερμηνεύονται και από τα ίδια τα δρώντα κοινωνικά υποκείμενα. Μια απλή περιγραφή του χορού θα άφηνε στο σκότος τις ιδιαίτερες εκφάνσεις του και τα άφατα, συμβολικά μηνύματα που εκφράζονται με αυτόν σε συνειδητό ή ασυνείδητο επίπεδο.
|