Αναζήτηση
Προχωρημένη Αναζήτηση
 
  ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΟΡΟΥ  
  ΣΚΟΠΟΙ- ΔΡΑΣΕΙΣ
  ΔΙΟΙΚΗΣΗ
  ΕΠΙΤΙΜΑ ΜΕΛΗ - ΕΦΟΡΟΙ -ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ
  ΣΥΜΠΟΣΙΑ ΓΙΑ TH ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ  
  ΣΥΜΠΟΣΙΑ
  ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ & ΕΡΓΑΣΙΕΣ  
  ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ
  ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΡΕΒΕΖΗΣ  
  H ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΡΕΒΕΖΗΣ
  ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «COSMO ECHO - ΣΥΝΗΧΗΣΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΤΗΣ ΓΗΣ»  
  «COSMO ECHO» - GREECE 2007
  ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΧΟΡΟΥ «COSMO DANCE»  
  ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΧΟΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
  Η ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΛΙΣΤΑ  
     
 

«Η ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΛΙΣΤΑ»

 Ιστορικά στοιχεία

Το χωριό Μόλιστα  βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Σμόλικα, στο δρόμο Ιωαννίνων Κοζάνης 30 χλμ. μετά την Κόνιτσα. Έχει στο βάθος της κοιλάδας της τον ποταμό Σαρραντάπορο ή Βουρκοπόταμο που ενώνεται με τον ποταμό Αώο της Κόνιτσας.

Μέχρι σήμερα δεν είναι εξακριβωμένη η ακριβής χρονολογία της δημιουργίας του χωριού. Μερικοί υποστηρίζουν ότι το χωριό αριθμεί ζωή 3.000 ετών από  ευρήματα  ληκύθων που περιείχαν τέφρα, τα οποία βρέθηκαν στη θέση «Σταυρός» και ότι οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Μολοσσοί. Στην Ομηρική εποχή έκαιγαν τους νεκρούς και τοποθετούσαν την τέφρα σε ληκύθους.

 
     
 
 

 «Η ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΛΙΣΤΑ»

 

Αριστούλα Νάνου &

                                                                                 Κοντοτάσιος Λάμπρος

 

Ιστορικά στοιχεία

Το χωριό Μόλιστα  βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Σμόλικα, στο δρόμο Ιωαννίνων Κοζάνης 30 χλμ. μετά την Κόνιτσα. Έχει στο βάθος της κοιλάδας της τον ποταμό Σαρραντάπορο ή Βουρκοπόταμο που ενώνεται με τον ποταμό Αώο της Κόνιτσας.

Μέχρι σήμερα δεν είναι εξακριβωμένη η ακριβής χρονολογία της δημιουργίας του χωριού. Μερικοί υποστηρίζουν ότι το χωριό αριθμεί ζωή 3.000 ετών από  ευρήματα  ληκύθων που περιείχαν τέφρα, τα οποία βρέθηκαν στη θέση «Σταυρός» και ότι οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Μολοσσοί. Στην Ομηρική εποχή έκαιγαν τους νεκρούς και τοποθετούσαν την τέφρα σε ληκύθους. Άλλοι τοποθετούν το χωριό χρονολογικά στη Βυζαντινή εποχή, από ζωντανά δείγματα της Βυζαντινής κοσμοκρατορίας που υπάρχουν εκεί, όπως π.χ. η εικόνα της Θεοτόκου ζωγραφισμένη με ποικιλόχρωμο γύψο, καθισμένη σε θρόνο στο μοναστήρι της Θεοτόκου. Μια τρίτη εκδοχή σύμφωνα με κάποιες ιστορικές ενδείξεις είναι ότι η περιοχή της Μόλιστας πρέπει να πρωτοκατοικήθηκε περί τα τέλη του 17ου αιώνα, μετά τις επιδρομές των Αλβανών στο Σκαμνέλι του Ζαγορίου.

Το όνομα της είναι δυνατόν να θεωρηθεί: α) ότι προήλθε από τη λέξη «Μολοσσία». β) Από το αλβανικό ουσιαστικό moll/e-a “η μηλιά // το μήλο» και τη σλαβ. αρχής αλβ. περιεκτ. κατάληξη –ishta (< σλαβ.-ista). γ) Κατά τον Zaimov το τοπονύμιο είναι κυριώνυμο και προέρχεται από τις σλάβικες λέξεις Molo/Mole και την κατάληξη -ist-.

Διαιρείται σε τρεις οικισμούς, «μαχαλάδες», όπως τους αποκαλούν οι ντόπιοι, το Γανναδιό τη Μεσσαριά και το Μποτσιφάρι ή Μοναστήρι. Οι τρεις οικισμοί προέκυψαν, κατά την παράδοση, από αρχικό χωριό που βρισκόταν στους πρόποδες του υψώματος «Γύφτισσα», στη γενικότερη θέση «Λιβάδι» και ειδικότερα στη θέση «Σουπόστιανη», όπου υπάρχουν υπολείμματα κτισμάτων. Μια επιδημία ευλογιάς αποδεκάτισε το αρχικό χωριό και οδήγησε τους κατοίκους του στην ίδρυση των σημερινών οικισμών. Από το 1919, Μόλιστα κατέληξε να ονομάζεται μόνο η Μεσαριά.

Επειδή η περιοχή είναι ορεινή και άγονη οι περισσότεροι από τους άντρες μετανάστευαν. Σχημάτιζαν ομάδες από διάφορους τεχνίτες, τα «μπλούκια» και ταξίδευαν στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο. Η Μόλιστα είναι ένα από τα πιο γνωστά «Μαστοροχώρια» της Κόνιτσας. Ονομαστά ανάμεσα στα μπουλούκια υπήρξαν του Βασιλείου Χαρισιάδη και του Αθανασίου Σερίφη στη Μόλιστα, του Αλέξη Παπαδημητρίου και του Απόστολου Ντόκου στο Γανναδιό και του Νικόλαου Κατσίκη στο Μοναστήρι.

Όσοι μετανάστευαν στο εξωτερικό πήγαιναν συνήθως στη Ρουμανία και την Αίγυπτο. Γυρνώντας έκαναν ευεργετήματα στον τόπο τους.

Μεγάλοι ευεργέτες της ενιαίας Μόλιστας ήταν ο Νικόλαος Ξυνός που άφηνε στην πατρίδα του με τη διαθήκη που συνέταξε στο Βουκουρέστι το 1845, 15.000 γρόσια και ο γιός του Σπυρίδων Ξυνός. Από κληροδότημά τους κατασκευάστηκε το 1870 η «Σπυριδόνειος Σχολή» η οποία το 1930 διέθετε και κινηματογράφο και το « Παρθεναγωγείο» στο οποίο οι κοπέλες του χωριού μάθαιναν υφαντική, ραπτική, κεντητική αλλά και καλούς τρόπους.

Στη Μόλιστα η οικονομία ήταν αυτάρκης, γι’ αυτό κυκλοφορούσαν ελάχιστα νομίσματα στην αγορά. Είχαν ξυλεία από το δάσος, αμπέλια, μικρά χωράφια και γιδοπρόβατα.

Γενικά μιλάμε για μια κλειστή κοινωνία με αυστηρά ήθη και έθιμα, σε όλες τις εκδηλώσεις. Οι αρραβωνιασμένοι απέφευγαν συνάντηση μεταξύ τους και στις εκκλησίες ο νάρθηκας ήταν με καφάσια για να μη βλέπουν οι νέοι τις νέες. Τα  παιδιά και οι νύφες έπρεπε να έχουν μεγάλη πειθαρχία στους γονείς. Οι γυναίκες ακόμα και οι γριές όταν περνούσε άντρας τον χαιρετούσαν με σεβασμό και σηκώνονταν όταν ήταν καθισμένες .Οι νέοι σέβονταν τους γέρους.

Τα σπίτια ήταν πέτρινα και χτισμένα δίπλα-δίπλα για τον φόβο των κλεφτών, σε πολλά μάλιστα οι στέγες ήταν ενωμένες. Ο Ε. Δημητριάδης (1974) που μελέτησε τη μορφολογία του σπιτιού της Μόλιστας υποστηρίζει ότι ο απλούστερος τύπος του σπιτιού είτε ήταν λαϊκό είτε «νοικοκυρόσπιτο» ήταν ορθογώνιος, με το μακρύ τμήμα της κατόψεως του γυρισμένο αντίκρυ στο υποτυπώδες οδικό δίκτυο ανεξάρτητα από τον προσανατολισμό του. Αυτό αποδεικνύει την κοινωνικότητα αλλά και τους στενούς δεσμούς που ανέπτυσσαν μεταξύ τους οι κάτοικοι. Έτσι όλα σχεδόν τα σπίτια «έβλεπαν» στο δρόμο, αριστερά και δεξιά της κάθε αυλόπορτας υπήρχαν (και υπάρχουν ακόμα) δύο πέτρινα πεζούλια όπου μπορούσαν να κάθονται και να συνομιλούν οι γυναίκες στον ελεύθερο χρόνο τους, ενώ οι άντρες βρίσκονταν στο καφενείο. Το σπίτι αποτελούταν από δύο ορόφους το «κατώι» και το «ανώι». Το ανώι που προοριζόταν για κατοικία, περιλάμβανε την «κρεββάτα» που ήταν μεγάλος χώρος για συγκεντρώσεις, τον «οντά» που ήταν δωμάτιο υποδοχής, το «μαντζάτο» που ήταν το ζεστό χειμωνιάτικο δωμάτιο με τζάκι και την «γωνιά» που ήταν το καθημερινό δωμάτιο, όπου μαγείρευαν και τρώγανε. Στο υπόγειο υπήρχε  το «κατώι» για τα ζώα, το «κελλάρι» που ήταν αποθήκη τροφίμων και η «μπίμσα» μια θολωτή αποθήκη κρασιών, που παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν και σαν κρυψώνα. Στο εσωτερικό είχαν ψηλά ταβάνια, εντοιχισμένες ντουλάπες και παράθυρα με σταυρωτές σιδεριές.

Η αυλόπορτα που ήταν στοιχείο του σπιτιού που ανήκε στο δρόμο, οδηγούσε στην πλακόστρωτη αυλή με τα βοηθητικά παραρτήματα του σπιτιού όπως τον φούρνο, το υπόστεγο, το «χαλέ» (αποχωρητήριο) και σε μερικά σπίτια το «καζαναριό» για την απόσταξη της ρακής. Η αυλή, περιφραγμένη συνήθως με ψηλό μαντρότοιχο, ήταν ο κύριος χώρος του σπιτιού όλο το χρόνο, μια και τα μεγάλα «χαγιάτια» έλειπαν εδώ για κλιματολογικούς λόγους. Τα κύρια μορφολογικά στοιχεία που καθόριζαν τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του σπιτιού ήταν ο φρουριακός χαρακτήρας με λίγα ανοίγματα, η σκούρα βουνίσια πέτρα, ξυλοδεσιές, η ψηλή στέγη και η τετράγωνη ψηλή καμινάδα.

Οι κάτοικοι συνήθιζαν να αναφέρονται στις γειτονιές του χωριού με ονόματα που προέκυπταν από το επίθετο της οικογένειας και των συγγενών τους που έμεναν κοντά. Έτσι είχαμε στο χωριό 4 βασικές γειτονιές, τους Γιογιάδες, από το επίθετο Γέγιος, τους Παπαδημάδες, από το επίθετο Παπαδημούλης, τους Λετσιάδες, από το επίθετο Λέτσιος και τους Νταλλάδες στο πάνω μέρος του χωριού. Άλλες μικρότερες γειτονιές ήταν οι Ναναίοι, οι Ντρακαίοι, οι Μακαριαίοι, οι Μπελτσαίοι, οι Σεριφάδες, οι Ματσουλάδες κ.λ.π.

 

Η έρευνα

 

Σκοπός της έρευνας είναι η  προσπάθεια καταγραφής της μουσικοχορευτικής παράδοσης του χωριού.

Τα στοιχεία της εισήγησης έχουν συλλεγεί με την επιτόπια έρευνα (συνεντεύξεις με κατοίκους του χωριού, με ντόπιους οργανοπαίκτες, με  παρατήρηση, συμμετοχή στα διάφορα δρώμενα, τη βιντεοσκόπηση αυτών), με φωτογραφικό υλικό, με ανασκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας καθώς και από προσωπικά βιώματα (η Αριστούλα Νάνου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μόλιστα).

 

Η ενδυμασία

 

Μεγάλο μερίδιο στη διαμόρφωση του τύπου του χορού παίζει και η ενδυμασία.

Η περιοχή αυτή μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ηπείρου, παρουσιάζει τύπο ενδυμασίας που ονομάζεται «χωρικός». Η ενδυμασία αυτή είναι κατασκευασμένη από εγχώρια υφάσματα. Δυστυχώς σήμερα τείνουν να εξαφανιστούν και τα λίγα υπάρχοντα  στοιχεία της ενδυμασίας της Μόλιστας.

Οι άντρες φορούσαν άσπρο πουκάμισο, κάτω από το «δίμ’το τσπούνι» (είδος γιλέκου) και πάνω από αυτό  φορούσαν το «σουρντούκο» (σακκάκι φτιαγμένο από δίμ’το). Για παντελόνια είχαν μαύρα ή  κάτασπρα σαλβάρια, κάλτσες λευκές και μάλλινες με ζάβες εξωτερικές και για παπούτσια φορούσαν χοντρά τσαρούχια με μαύρες φούντες. Όλοι τους το χειμώνα αντί για μάλλινο παλτό, έριχναν επάνω τους το «ταλαγάνι» που τους προφύλαγε από το κρύο και το χιόνι.

Οι γυναίκες φορούσαν στο κεφάλι το «καλιμκέρι», ένα μαντήλι μάλλινο ή βαμβακερό με λουλούδια επιτήδεια καμωμένο. Στο μέτωπο είχαν φλουριά και σούλτες. Το φουστάνι ήταν μακρύ με χρώματα πράσινα, γαλάζια και άσπρα με υπέροχα καγκέλια. Από πάνω φορούσαν την ποδιά που ήταν κεντητή με λουλούδια στις νέες κι απλή στις γριές. Το «ζ’νάρι» ήταν (πέτσινο ή υφασμάτινο) πλάτους15-20 εκ. στολισμένο με «μαναστούλια» (χάντρες μικρές). Από πάνω φορούσαν την κάπα από μαύρο «δίμ’το» με κεντητά στολίδια. Για υποδήματα φορούσαν δερμάτινα τσαρούχια με τη μαύρη φούντα τους και «τιλτίνια» στις γιορτές. Χαρακτηριστικό γνώρισμα ήταν η λιτότητα και η έλλειψη στολιδιών.

Από τις αρχές του αιώνα επικράτησε η ευρωπαϊκή ενδυμασία στους άντρες, αλλά κρατήθηκε το φέσι. Σημερινοί κάτοικοι του χωριού όπως ο Λέτσιος Δημήτριος, ο Απόστολος Νάνος, ο Βαγγέλης Σερίφης δεν θυμούνται ούτε καν τους παππούδες τους να φοράνε παραδοσιακές στολές. Ο μόνος που φόραγε την παραδοσιακή στολή μας είπαν ήταν ο Τάκης  Γέγιος ο οποίος απεβίωσε το 1948. Η εξήγηση που δίνουν οι ίδιοι είναι ότι πολλοί άντρες μετανάστευαν (από τις τελευταίες δεκαετίες του 1800) στην Ρουμανία και στην Αίγυπτο και επηρεάζονταν από τον εκεί τρόπο ζωής.

Οι γυναίκες μένοντας στο χωριό, (σπάνια έβγαιναν έξω από τα όρια της κοινότητας, έχοντας επωμιστεί τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες, αλλά και τη φροντίδα των μικρών παιδιών και των ηλικιωμένων) κράτησαν την παραδοσιακή φορεσιά μέχρι και τη δεκαετία του 50 περίπου. Στην ουσία ο γυναικείος πληθυσμός αποτελούσε παράγοντα σταθερότητας και διατήρησης της παράδοσης.

 

Οργανοπαίκτες και μουσικά όργανα

 

Τα όργανα που συνόδευαν τις χαρές και τα γλέντια των κατοίκων του χωριού, παίζονταν συνήθως από ντόπιους οργανοπαίκτες. Η Μόλιστα είχε μερικούς από τους καλύτερους μουσικούς στην επαρχία της Κόνιτσας.

Η Μόλιστα αλλά και ευρύτερα η περιοχή της Κόνιτσας σαν πολιτισμικό σταυροδρόμι ανάμεσα στην Αλβανία και τη Δ. Μακεδονία, δέχθηκε μουσικές επιρροές και από τους δύο χώρους. «…Μια φορά το αρβανίτικο νουμπέτι το θέλαμε στην επαρχία μας από παλιά. Είναι ωραία τα μοιριολόγια και τα ζητούσαν στα γλέντια και στους γάμους. Ιδίως τα αρβανίτικα τους άρεζαν πολύ…» ( Πανουσάκος,  Αρμολόι, 1977).

Το βασικό όργανο είναι το κλαρίνο που συνοδεύεται από βιολί, λαούτο και ντέφι. Ο Μ. Πανουσάκος μας είπε: «Βάλλαμε και το ακορντεόν γιατί στα πανηγύρια έξω δεν ακούγονταν τα λαούτα».

Οργανοπαίκτες που κατάγονταν από το χωριό και παράλληλα ασκούσαν και το επάγγελμα του σιδερά ήταν τα αδέλφια:

·            Πέτρος Αλεξίου, έπαιζε κλαρίνο. Από αυτόν πήραν πατήματα πολλοί σημερινοί γνωστοί οργανοπαίκτες.

·            Μιλτιάδης Αλεξίου, λαούτο

·            Λεωνίδας Αλεξίου, ντέφι.

·            Πέτρος Μπέτζιος ή «Τσιάπης» ή «Πετσινάρης» από το διπλανό οικισμό το Γανναδιό.

Την παράδοσή τους συνέχισαν τα παιδιά του Πέτρου Αλεξίου:

·            Νίκος Αλεξίου, κλαρίνο

·            Παύλος Αλεξίου, κλαρίνο

·            Χαράλαμπος Αλεξίου, ντέφι, εγγόνι του Μιλτιάδη Αλεξίου.

Σήμερα οργανοπαίκτες που προτιμούνται στις εκδηλώσεις του χωριού είναι οι:

·            Μιχάλης Πανουσάκος με την κομπανία του. Ο Μ. Πανουσάκος  παίζει κλαρίνο και είναι γαμπρός του Πέτρου Αλεξίου. Ισχυρίζεται ότι η κομπανία του είναι η τελευταία εκπρόσωπος της παραδοσιακής Κονιτσιώτικης μουσικής.

Οι γιοί του Πέτρου Μπέτζιου:

·            Βαγγέλης Μπέτζιος, κλαρίνο

·            Αποστόλης Μπέτζιος λαούτο, και οι κομπανίες του:

·            Κώστα Χαλκιά,

·            Νίκου Χαλκιά και του

·            Αντρέα Φιλιππίδη.

Οι κομπανίες αυτές είναι ενσωματωμένες στην τοπική κοινωνία της επαρχίας  Κόνιτσας, γνωρίζουν τα τοπικά έθιμα αλλά και τις μουσικές προτιμήσεις του κάθε χορευτή:

« Παλιά δεν έρχονταν ξένοι ούτε και εμείς πηγαίναμε αλλού…Εμείς εδώ ταλαιπωρούμαστε ξέρεις τι ταλαιπωρία τραβούμε εμείς με το όργανο εδώ. Άμα θα μας δεις απόψε θα πεις, καλά αυτοί οι άνθρωπ’ που την έχουν αυτή την ψυχή. Εδώ χορεύει ο χορευτής και φέρνω και εγώ γύρα χορεύω με διακόσιους χορευτάς απόψε, όπως αλλωνίζουν τα στάρια κάτω στην πλάσ’, είν’ μεγάλη ταλαιπωρία, γι’ αυτό και δεν μπορεί να ‘ρθεί κανένας επαγελματίας εδώ απάνω στα χωριά. Κι αν θα έρθει κατ’ ανάγκη, γιατί δεν θα είμαι εγώ, ο Θανάσης ή ο Νίκος θα τον βάλλουν με το ζόρ’ θα υποκύψουν οι ανθρώπ’. Κι αυτός θα κάτσει καταή και θα πεί τι θέλει αυτός, όχι τι θέλει ο χωριανός εδώ απ’ το χωριό, που δεν τον ξέρ,’ δεν ξέρει τα εθίματά του. Άμα θα μπει εδώ στο χωρό ο Βασίλ’ς ή ο Βαγγέλ’ς δεν είν’ ανάγκη να μου πει ποιο θα πάρω, από την αρχή μέχρι το τέλος ξέρω που θα τον αρχίσω και που θα τον τελει.ώσω. Εμείς εδώ έχουμε πολύ διαφορετικό τρόπο στο παίξιμο, δεν μπορεί κανένας ούτε ο Πετρολούκας, ούτε ο Χαλκιάς ο μακαρίτ’ς, όχι ο Σαρρέας, όχι όποιος…Όπου πήγα μέχρι σήμερα δε βρέθηκε άνθρωπος να μην τον χορέψω… Παίζαμε για να φάμε. Στην κατοχή επαίζαμεν και παίρναμε μισή οκά στάρι, καλαμπούκι και γλεντούσαμε τον κόσμο μέχρι το πρωί..» (Πανουσάκος Μ.)

Οι οργανοπαίκτες ήταν και είναι οι περισσότεροι γύφτοι. Πολλοί αποποιούνται την πολιτισμική τους ταυτότητα, εφόσον ορίζουν το γύφτο ως «έναν που είναι άπλυτος, βρωμιάρης, που ζει στην ύπαιθρο σε σκηνή, που μαζεύει σίδερα, που ήταν καμιναδόρος» και αντιδιαστέλλουν τους εαυτούς τους προς εκείνους. «Εμείς είμαστε μουσικοί δεν είμαστε γύφτ’, εγώ έχω τρία σπίτια, δε γυρίζω στους δρόμους να πουλώ χαλιά» λέι με παράπονο ο κλαρινιτζής Νίκος Αλεξίου.          

 

ΟΙ ΧΟΡΕΥΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ

 

Οι κυριότερες χορευτικές περιστάσεις ήταν τα πανηγύρια, οι γάμοι, οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, οι ονομαστικές γιορτές, οι Απόκριες και  τα ζαφέτια. Γλέντια όμως γίνονταν και στον τρύγο, στα καζάνια και σε διάφορες άλλες αγροτικές δουλειές αλλά και πριν φύγουν οι κουδαραίοι (κτιστάδες) συνήθως μετά τις Απόκριες.

Στην παρούσα εισήγηση δεν γίνεται αναφορά στον γάμο, καθώς αυτός θα αποτελέσει ξεχωριστό κεφάλαιο έρευνας.  

 

 Το Πανηγύρι

 

Αποτελούσε το σημαντικότερο γεγονός της κοινωνικής ζωής. Μέχρι το 1960 το πανηγύρι γινόταν κάθε χρόνο του Αγίου Δημητρίου. Ο Γιάννης Λέτσιος το θυμόταν να πραγματοποιείται μέχρι το 1958. Η εγκατάλειψη του οικισμού από τον πληθυσμό του συνετέλεσε στη διακοπή της εθιμικής αυτής εκδήλωσης. Το 1980 η αδελφότητα Μολιστινών  ξαναζωντάνεψε το πανηγύρι μεταφέροντάς το χρονικά το πρώτο Σάββατο μετά τον Δεκαπενταύγουστο, τότε που επιστρέφουν στο χωριό οι απόδημοι για τις διακοπές τους. Δεν μπορεί να συνδιαστεί με τον εορτασμό κάποιου αγίου ή αγίας, γιατί στις δύο μεγάλες Αυγουστιάτικες γιορτές πανηγυρίζουν τα διπλανά χωριά: του Σωτήρος (6 Αυγούστου) το Μοναστήρι και της Παναγιάς το Γανναδιό, στα οποία συμμετέχουν και οι Μολιστινοί.

 Η μέρα άρχιζε με εκκλησιασμό στον Άι Νικόλα και μετά την απόλυση ακολουθούσαν τα κεράσματα του παραδοσιακού τσίπουρου και λουκουμιού. Στη συνέχεια επισκέπτονταν τους εορτάζοντες χωριανούς με τη συνοδεία οργάνων. Το μεσημέρι χωριανοί και φιλοξενούμενοι πήγαιναν καλεσμένοι για φαγητό σε συγγενικά τους σπίτια. Το επίσημο φαγητό αυτής της μέρας ήταν η «γιοματιά», που φτιάχνονταν με ιδιαίτερη φροντίδα από τα εντόσθια των κατσικιών η αρνιών και προσφέρονταν σ’ ένα «σινί» (μεγάλο ταψί). Το απόγευμα έβγαιναν στο μεσοχώρι για χορό. Ξεκινούσαν με τραγούδια της τάβλας. Οι οργανοπαίκτες πήγαιναν από τραπέζι σε τραπέζι και τραγουδούσαν και έπαιζαν αυτά τα καθιστικά τραγούδια. Μετά ξεκινούσε ο μεγάλος κυκλικός χορός. Πρώτος χόρευε ο παπάς συνήθως κάποιο τσάμικο, μετά ο πρόεδρος οι γεροντότεροι και μετά ακολουθούσαν οι άλλοι.

Ανάλογα με τον κόσμο χόρευαν σε δυό και τρεις σειρές, και οι οργανοπαίκτες ακολουθούσαν αυτόν που χόρευε πρώτος.

 

Οι Ονομαστικές γιορτές

 

Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που γιορτάζονται οι διάφορες ονομαστικές γιορτές. Επικρατούσε η συνήθεια όλοι να επισκέπτονται τον εορτάζοντα μετά την εκκλησία. Πήγαιναν σε τέσσερις παρέες: ηλικιωμένοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Μαζί τους πήγαιναν και τα όργανα .Μετά το κέρασμα στηνόταν χορός που διαρκούσε λίγη ώρα γιατί μετά οι οργανοπαίχτες έπρεπε να πάνε και σε άλλο σπίτι που γιόρταζε. Τα όργανα τα πλήρωνε ο εορταζόμενος. Τα κεράσματα ήταν ρακί, τσιγάρο, γλυκό του κουταλιού ή λουκούμι και καφές.

Τα Ζιαφέτια

 

Μια από τις πιο ευχάριστες στιγμές για διασκέδαση και γλέντι, ήταν και τα «ζιαφέτια». Τα «ζαφέτια» είχαν να κάνουν με το γλέντι που γινόταν για την επιστροφή κάποιου ξενιτεμένου συνήθως από τη Ρουμανία ή την Αίγυπτο. Τα «γλεντοκόπια» αυτά γινόταν σε διάφορες τοποθεσίες έξω από το χωριό, συνήθως στη «Βόρστα», στη «Λουπόστιανη», στους «Αι Θόδωρους», αλλά κυρίως στο ύψωμα του «Γκώγκου» μια όμορφη περιοχή μ’ ένα μεγάλο πλάτανο στο σιάδι και δίπλα το ξωκλήσι της Παναγιάς. Στα «ζαφέτια» συμμετείχαν μόνο οι άντρες. Ο ξενιτεμένος, αναλαμβάνοντας τα έξοδα του γλεντιού, ετοίμαζε ένα ή δύο αρνιά στη σούβλα και όσο αυτά ψήνονταν τα όργανα έπαιζαν «νουμπέτια» με λόγια της ξενιτιάς. Μετά το φαγητό άρχιζε και ο χορός. Οι οργανοπαίκτες ξέροντάς τους καλά, έπαιζαν στον καθένα το αγαπημένο του τραγούδι. Χόρευαν «Τσάμικο», «Μπεράτη», «Φράσσιανη», «Βιργινάδα», «Αλεξάνδρα» και άλλους χορούς. Όταν ο ήλιος έπεφτε γύρναγαν τραγουδώντας και έστηναν ξανά χορό στο μεσοχώρι, ενώ το βράδυ συνέχιζαν μέχρι αργά στο σπίτι κάποιου απ’ τους καλεσμένους στο ζιαφέτι.

Μέσα από τα ζαφέτια ο ξενιτεμένος έδειχνε τη νοσταλγία και την αγάπη για τον τόπο του. Προσπαθούσε  μέσα από τον περιορισμένο χρόνο της παραμονής του στο χωριό να χαρεί να γλεντήσει και να γευτεί έντονες συγκινήσεις με τους συγχωριανούς του παίρνοντας μαζί του ευχάριστες αναμνήσεις. Χορεύοντας έδειχνε ότι ο διαφορετικός τρόπος ζωής στην ξενιτιά δεν ήταν ικανός να τον κάνει να ξεχάσει τη ζωή και τις συνήθειες του χωριού του.

  

ΟΙ ΧΟΡΟΙ

 

Χορευτικά σχήματα

 

Χόρευαν σε διπλό και μονό κύκλο. Στο διπλοκάγκελο σχήμα οι γυναίκες χόρευαν μέσα και οι άντρες έξω. Ο κάθε άντρας που έσερνε το χορό, χόρευε ή με τη γυναίκα του, ή με κάποια πολύ κοντινή συγγενή του, ποτέ με μια ξένη. Στο μονό κύκλο οι άντρες χόρευαν μπροστά και οι γυναίκες ακολουθούσαν. Όταν έσερνε το χορό κάποια παντρεμένη την κρατούσε ο άντρας της με χειρομάντηλο ενώ τα ανύπαντρα κορίτσια τα κρατούσε κάποια από το σόι τους μάννα ή αδερφή. Συνήθως χόρευαν κατά οικογένειες.

Τα αυστηρά ήθη και έθιμα έδωσαν στο χορό της Μόλιστας όπως και γενικότερα της Ηπείρου μια λιτή, αυστηρή, δωρική μορφή. Ιδιαίτερα εμφανές υπήρξε αυτό στις γυναίκες, όπου η κοινωνική τους θέση δεν επέτρεπε τον αυθορμητισμό ούτε την άμεση εκδηλωτικότητα.

Οι κλιματολογικές και γεωγραφικές συνθήκες διαμόρφωσαν στο χορό απλά, στρωτά και βαριά βήματα. Το τραχύ έδαφος δεν επέτρεπε πηδηχτά και γρήγορα βήματα. Το βουνό, η άγρια φύση και τα αυστηρά ήθη και έθιμα διαμόρφωσαν στους κατοίκους  του χωριού μια ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση, και αυτό φαίνεται άμεσα στο βαρύ και στητό χορό τους. Έτσι και στην πρώτη μορφή της λαβής από τις παλάμες με τα χέρια κάτω (οι γυναίκες), είναι έκδηλη η δωρικότητα και η απλότητα του χορού. Με την πάροδο του χρόνου η λαβή εξελίχτηκε και παρατηρούμε την «αγκαζέ» ή «κλειδωτή» λαβή, τη λαβή  από τις παλάμες με λυγισμένους τους αγκώνες, αλλά και τη λαβή από τους ώμους.

Ο χορός συνοδευόταν πάντα από τα όργανα γιατί όπως αναφερθήκαμε και παραπάνω το χωριό είχε ανέκαθεν ντόπιους οργανοπαίχτες. Γι αυτό άλλωστε δεν έχουν καταγραφεί με τη μέχρι τώρα έρευνα, και σύμφωνα πάντα με μαρτυρίες των κατοίκων, χοροί που να συνοδεύονται μόνο με τραγούδι χωρίς τη συνοδεία οργάνων.

Το χορευτικό ρεπερτόριο, με εξαίρεση το γάμο, ήταν το ίδιο στις άλλες χορευτικές περιστάσεις.

                                                

Χορός στα Δύο

 

Μικτός κυκλικός χορός που συναντάμε σε ολόκληρη την Ήπειρο. Χορεύεται σε διπλοκάγκελο σχήμα (άνδρες στον εξωτερικό κύκλο - γυναίκες στον εσωτερικό), ή σε έναν κύκλο με τους άνδρες να προηγούνται και τις γυναίκες να ακολουθούν. Παρουσιάζεται ως ομοιογενής αλισυδωτή χορευτική φόρμα. Η λαβή των χεριών είναι με λυγισμένους τους αγκώνες. Παλαιότερα η λαβή στις γυναίκες ήταν και με τα χέρια κάτω. Σήμερα το βλέπουμε μόνο στις ηλικιωμένες.

Τραγούδια που χορεύονται στα δυό είναι: Πήραν την πόλη πήρανε, Μια χρυσή λαμπάδα, Κίνησαν το δρόμο δρόμο, Νίτσα Νίτσα περβολίτσα, Από μικρός στα γράμματα, Μάγια μου’ χεις καμωμένα, Δέλβινο και Τσαμουριά, Στης πικροδάφνης τον ανθό, Δεν ξαναπερνώ από τούτο το στενό, Δεροπολίτισσα, Βασιλικός θα γίνω στο παραθύρι σου, Αυτά τα μαύρα μάτια που με κοιτάζουνε,  Για πάρε με για πάρε με, Α μωρέ σεβντά, Μαύρο μου χελιδόνι.

Χοροί τύπου στα δυο με «θληκωτή» λαβή και ιδιαίτερη τοπική απόδοση είναι οι: Δυο-δυο κι άλλα δυο, Είμαι μικρό το μαύρο, Αι φεγγάρι μου, Τα μάρμαρα, Της γαλανής το φόρεμα της ρούσας το φουστάνι. Χορεύονται με 5 κινήσεις ξεκινώντας με το αριστερό.

 

 Χορός στα τρία

 

Μικτός κυκλικός χορός σε διπλοκάγκελο (άνδρες στον εξωτερικό κύκλο-γυναίκες στον εσωτερικό) ή σε έναν κύκλο με τους άνδρες να προηγούνται των γυναικών που παρουσιάζεται ως ομοιογενής αλυσιδωτή χορευτική φόρμα (αυτόνομος χορός) ή ως δεύτερο μέρος (στα τρια γρήγορο) σε άλλους χορούς όπως στον «Τσάμικο» .

Τον συναντάμε με τις παρακάτω μελωδίες:  Γάιτα Πυρσογιαννίτικη, Παπάς βαρεί τα σήμαντρα, Αφήνω γειά στις όμορφες, Στου παπά τα παραθύρια, Σαν πάπια χήνα περπατείς, Δελή παππά λεβέντη, Γιάννη μου το μαντήλι σου, Πάλι τα’ βαλες πάλι τα’ βαλες, Δόντια πυκνά, Αυτού ψηλά που περπατείς τρυγώνα, τρυγώνα, Παιδιά της Σαμαρίνας, Γιόσμε και Βασιλικέ.

 

Τσάμικος

 

Από τους πιο αγαπητούς χορούς των Μολιστινών είναι ο τσάμικος. Είναι μικτός κυκλικός χορός σε διπλοκάγκελο (άνδρες στον εξωτερικό κύκλο – γυναίκες στον εσωτερικό), ή σε έναν κύκλο με τους άνδρες να προηγούνται των γυναικών που παρουσιάζεται ως ομοιογενής αλυσιδωτή χορευτική φόρμα ή ως διμερής διαδοχής (αλισυδωτή) με γύρισμα στο δεύτερο μέρος στα τρία γρήγορο. Χορεύουν τσάμικο σε κάθε χορευτική περίσταση, αρκετά συχνά και ακούγονται πολλά συνοδευτικά του χορού τραγούδια, ιδιαίτερα δε το «Βαρέθηκα την ξενητειά».

Επίσης Μπιρμπίλης, Πρωτομαγιά, Τα μάγια, Ένας λεβέντης χόρευε, Να’    ταν τα νιάτα δυό φορές, Στου παπά Λάμπρου την αυλή, Τι με κοιτάς που γέρασα, Αμάραντος, Ιτιά, Νταϊλιάνα,  Αϊτός, Ήλιος, Σ’ αυτές τις ράχες τις ψηλές.

Λαβή: W.

Ζαγορίσιος με ιδιαίτερη τοπική απόδοση

 

Μικτός κυκλικός χορός σε διπλοκάγκελο (άνδρες στον εξωτερικό κύκλο – γυναίκες στον εσωτερικό) ή σε έναν κύκλο με τους άνδρες να προηγούνται των γυναικών που παρουσιάζεται ως ομοιογενής αλισυδωτή χορευτική φόρμα. Τον συναντάμε με τα τραγούδια :Αλεξάνδρα, Κωνσταντής, Μαργιόλα,  Βασιλοαρχόντισσα,  Βιργινάδα, Λαμπάδα (Τι σου’ παν και μου κάκιωσες, λαμπάδα μου γραμμένη).

 

Συρτά 7άσημα

 

Εμένα η μάννα μ’ έστειλε να μάσω μανουσάκια, Σύρε γκιζέρα Αριστείδη μου.

 

Άλλοι χοροί

 

Οι χοροί Παπαδιά, Κλέφτες, Ρόβας, Μπεράτης, Οσμαντάκας, Φράσσια, που προτιμούνται από τους μερακλήδες. Ο Θ. Γκούτος στο  περιοδικό «Κόνιτσα» τον Ιούλιο του 1981 στο άρθρο του με τίτλο «το περσινό καλοκαίρι στο χωριό» γράφει: Χορεύτηκαν πολλά τραγούδια όπως η Γάιτα, Τα Παλαμάκια, Στου παιδιού μας τη χαρά και άλλα. Κάποιος μερακλής σταμάτησε πάνω στο κεφάλι του ένα ποτήρι κρασί. Άλλος χόρεψε την Παπαδιά πατώντας πάνω σε τρία ποτήρια».

 Επίσης:Γενοβέφα, Καραμαντάτικο, Μενούσης, Κεντημένη ποδιά, Καραγκούνα, Το πιπέρι, Τασιά κ. ά.

 

Τραγούδια και χοροί του γάμου

 

Γάιτα, Ζύμωνε μάικω μ’ ζύμωνε του γιού σου την κουλούρα, Μάσε μπρε νονέ μου μάσε τα μαλλιά μου, Ντύσου στολίσου λυγερή, Αφήνω γεια της μάνας μου, Χίλιων καλών τον ηύραμε τούτον το νοικοκύρη, Σε τούτ’ την τάβλα τη χρυσή, Κίνησα το δρόμο δρόμο, Που πας αγγελικό κορμί, Κουμπάρε που στεφάνωσες, Σε τουτ’ το σπίτι πού’ ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει, Πατινάδα του νούνου.

 

Ο ρόλος του χορού και οι λειτουργίες που

επιτελούσε στην κοινωνία του χωριού

 

Ο χορός ήταν άμεσα συνδεδεμένος με τη ζωή των κατοίκων του χωριού. Εκτός από διασκέδαση αποτελούσε ευκαιρία για ευρύτερη κοινωνική συναναστροφή, δυνάμωνε το συναίσθημα της ενότητας, της συντροφικότητας, της αγάπης σ’ όλες της τις μορφές, αναδείκνυε τις ιδιαιτερότητες της κάθε προσωπικότητας.

Κατά τη διάρκεια του χορού φαινόταν όλο το πλάτος του ηθικού υπόβαθρου  πάνω στο οποίο στηρίζονταν και δρούσε η κοινωνία του χωριού.

Η συμμετοχή των κατοίκων στον μεγάλο κύκλο του χορού ενίσχυε τη συνοχή και την ενότητά τους. Αποτελούσε μια ευκαιρία για έκφραση και επικοινωνία.

Μέσα από το χορό φαίνεται η κοινωνική  θέση της γυναίκας και η υπεροχή του άνδρα (αυτός δίνει παραγγελιές στα όργανα, η γυναίκα δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες).

Η εμφάνιση κυρίως της κοπέλας στο χορό αποτελούσε μια κοινωνική αναγκαιότητα. Ήταν η επίσημη εμφάνιση (γύρω στα δεκατέσσερά της χρόνια) και η είσοδός της στην κοινωνία σαν μέλος ενεργό πλέον. Ουσιαστικά παρουσιαζόταν σαν υποψήφια νύφη, γι’ αυτό και η εμφάνισή της γινόταν με τη μεγαλύτερη δυνατή επισημότητα με την προστασία την έγκριση και την αυστηρή επίβλεψη της οικογένειάς της.

Η προστασία του άνδρα στη γυναίκα φαίνεται και από το διπλοκάγκελο σχήμα με τις γυναίκες να χορεύουν μέσα.

 Τα πανηγύρια και οι γάμοι έδιναν την ευκαιρία στους νέους να συναντηθούν μεταξύ τους. Εκεί γινόταν και οι πρώτες κουβέντες για τα προξενιά, από τους γεροντότερους.

 

Ο πρωτοχορευτής

 

Ακόμη και σήμερα στην μικρή κοινωνία της Μόλιστας συγκεντρώνει τον σεβασμό αλλά και τον θαυμασμό όλων. Δημιουργεί, αυτοσχεδιάζει, παρουσιάζει το προσωπικό του ύφος κάνει στροφές, πηδήματα, χτυπήματα στα πόδια, γονατίσματα. Ο αυτοσχεδιασμός έχει άμεση σχέση με τους θεατές με τους οργανοπαίκτες και ιδιαίτερα με τη στιγμή που θα παίξουν το δικό του τραγούδι. Όταν κάνει φιγούρες οι άλλοι σταματούν και τα όργανα μπαίνουν στη μέση του  κύκλου και παίζουν δίπλα του την παραγγελιά του.

Εκφραστικοί χορευτές στο χωριό ήταν ο Χαράλαμπος Παπαδημούλης και ο Κούσιος Δημήτριος οι οποίοι απεβίωσαν τη δεκαετία του 50.

 

Ο χορός της γυναίκας

 

Ο αυτοσχεδιασμός ήταν στοιχείο απαγορευτικό για τη γυναίκα. Διακρίνονταν για την σεμνότητα, την ευπρέπεια, την απουσία υπερβολής, τη γνησιότητα και το χαμηλωμένο βλέμμα. Τα πόδια της κινούνταν  πολύ κοντά στο έδαφος και απέφευγε τα περιττά λικνίσματα. Το ελεύθερο χέρι της πρώτης ήταν στη μέση της ή πίσω, και μερικές φορές ίσιο κάτω.

 Οι γυναίκες χόρευαν συνήθως χορούς στα δυο, στα τρία, την Αλεξάνδρα και τη Μαριόλα με βήματα Ζαγορίσιου, τη Βιργινάδα και τη Βασιλοαρχόντισσα. 

 

Ο χορός των παιδιών

 

Τα παιδιά πολλές φορές σχημάτιζαν έναν δικό τους κύκλο δίπλα στους μεγάλους και έτσι βιωματικά μάθαιναν να χορεύουν.

 

Ευρωπαϊκοί χοροί

 

Από το 1920 ήδη είχαν εισαχθεί στη Μόλιστα αλλά και στο Γανναδιό και στο Μοναστήρι οι μοντέρνοι Ευρωπαϊκοί χοροί της εποχής, όπως φοξ- τροτ, τανγκό, βαλς και τσάρλεστον. Αυτό είχε επιτευχθεί χάρη σε δύο κατηγορίες ταξιδεμένων χωριανών:Εκείνων που διέμειναν κυρίως στη Ρουμανία και την Αίγυπτο και επισκέπτονταν το χωριό κατά διαστήματα και εκείνων που εγκαταστάθηκαν μετά τον πόλεμο του 1921 στην Αθήνα εργαζόμενοι και μετά από λίγα χρόνια ξαναγύρισαν στο χωριό. Σ’ ένα φύλλο του «Αώου» του 1928, δημοσιεύεται ανταπόκριση στην οποία ο «Βουρκοπόταμος» περιγράφοντας το μεγάλο πρωτομαγιάτικο γλέντι σημειώνει κάπου ότι « ο Χ. Πορφύρης διακρίθηκε για τη χορευτική δεινότητα στο τσάρλεστον». Εξάλλου μέχρι το 1935 πολλά σπίτια είχαν εφοδιαστεί με γραμμόφωνα και δίσκους κλασσικής και ελαφριάς μουσικής. Η διατήρηση των ευρωπαϊκών χορών συνεχίστηκε και μετά  το τέλος του πολέμου του 1940 από κάποιους  νέους της εποχής που είχαν ζήσει άμεσα το κλίμα της προπολεμικής ζωής του χωριού και δεν είχαν αποβάλλει τις βασικές συνήθειές της. Επίσης και η παρουσία αρκετών δημοσίων υπαλλήλων στη Μόλιστα (το πρώτο Ταχυδρομικό γραφείο στην επαρχία της Κόνιτσας μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913 από τους Τούρκους, Χωροφυλακή, Σχολεία, Στρατός) συνετέλεσαν σ’ αυτό.

 

Η Μόλιστα σήμερα

 

Σήμερα στο χωριό το χειμώνα μένουν ελάχιστοι άνθρωποι. Οι περισσότεροι ζουν στην Αθήνα και στα Γιάννενα. Ζαφέτια πλέον δεν γίνονται. Παραδοσιακοί γάμοι γίνονται σπάνια. Οι ονομαστικές γιορτές, όταν υπάρχει κόσμος, εορτάζονται με παραδοσιακό τρόπο χωρίς όμως την παρουσία οργάνων. Το πανηγύρι  είναι η μόνη χορευτική περίσταση που διατηρεί τα περισσότερα στοιχεία από το παρελθόν καθώς εξακολουθεί να γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο στο «μεσοχώρι», δίνοντας την ευκαιρία στους απανταχού χωριανούς να ανταμώσουν στο μεγαλύτερο κοινωνικό-πολιτιστικό γεγονός της χρονιάς. Ακόμα και οι νέοι άνθρωποι, που δεν έζησαν τη ζωή του χωριού άμεσα, συμμετέχουν ενεργά και απολαμβάνουν τους παραδοσιακούς χορούς και δεν επιθυμούν να αλλοιώσουν την παραδοσιακή φυσιογνωμία του.

 

Ευχαριστίες

 

Ευχαριστούμε τους κατοίκους του χωριού: Απόστολο Νάνο, Σερίφη Κώστα, Σερίφη Βαγγέλη, Ολυμπία Σερίφη, Ευτυχία Σερίφη, Λέτσιου Χαρίκλεια, Ξεφτέρη Θωμά, Λέτσιου Αλεξάνδρα, Λέτσιο Δημήτριο, Λέτσιο Γιάννη, Νάνο Βαγγέλη, Λέτσιο Νικόλαο, Ζρδάβου Ευτέρπη, Μπουζούλα Κώστα, Νάνου Αναστασία, τον Δήμαρχο Κόνιτσας κ. Χατζηευφραιμίδη Πρόδρομο, τους μουσικούς Πανουσάκο Μιχάλη, Χριστόπουλο Αθανάσιο και Χριστόπουλο Δημήτριο για την αμέριστη συμπαράστασή τους στην επιτόπια έρευνα. Επίσης τον φίλο και συνάδελφο Βασίλη Καρφή, καθώς και τους φίλους μας και συνοδοιπόρους στο Αρχείο Ελληνικού Χορού κ. Μίκα Παππά-Σέβου και Χρήστο Τεντζεράκη για την πολύτιμη βοήθεια που μας πρόσφεραν.

 

Βιβλιογραφία

 

·            Κούσιος Μενέλαος: Η ιστορία του χωριού μου. Αθήνα,1971

·            Δημητριάδης Ευάγγελος: Η Μόλιστα της Ηπείρου. Θεσσαλονίκη 1974..

·            Ρεμπέλης Χαρ.: Κονιτσιώτικα. Αθήνα, Ηπειρωτική Εταιρία,1953.

·            Γκούτος Χαρίλαος: Μολιστινά: Ιστορικά στοιχεία για τα χωριά της Μόλιστας Κονίτσης (Γανναδιό, Μεσσαριά, Μοναστήρι). Αθήνα, 1983,

Ο Ευρωπαϊκός χορός στο Γανναδιό, περιοδικό «Κόνιτσα», τεύχη

Μαίου-Ιουλίου-Αυγούστου 1968 και

Διακοπές στη Μόλιστα, περιοδικό «Κόνιτσα» τεύχος Ιανουαρίου 1962.

·            Γεώργιος Γκούτος: «Από τη ζωή στο Γανναδιό» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κόνιτσας «Αώος» την 9-6-1928.      

·            Ρέα Κακάμπουρα-Τίλη:Ανάμεσα στο αστικό κέντρο και τις τοπικές κοινωνίες. Οι σύλλογοι της επαρχίας Κόνιτσας στην Αθήνα. Κόνιτσα 1999.

·            Κώστας Ευ. Οικονόμου:Τα οικωνύμια του νομού Ιωαννίνων, γλωσσολογική εξέταση. Ιωάννινα, 2002.

·            Γκούτος Θεόδωρος: Γανναδιώτικα

·            Μηνιαίο περιοδικό «Κόνιτσα»

·            Χρήστος Τεντζεράκης & Μίκα Παππά-Σέβου :Τα πανηγύρια της Σκλίβανης Ξηροβουνίου

·            Ηλίας Δήμας: Ο χορός στην κοινωνική ζωή της Ηπείρου. Επιδράσεις και εξελίξεις. Αθήνα 1992.

·            Αγόρω Τσίου & Άλκης Ράφτης: Λούψικο Κόνιτσας

·            Σύχρονη Πολιτισμική Γεωγραφία Νομού Ιωαννίνων, κείμενα: Νιτσιάκος Β., Αράπογλου Μ., Καρανάσης Κ., Γιάννινα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων 1998.

·            Άλκης Ράφτης:Ο κόσμος του Ελληνικού χορού. Αθήνα 1985.

·            Πνευματικό Κέντρο Δήμου Κόνιτσας:Χορός και κοινωνία. Κόνιτσα 1994.

·            Άλκης Ράφτης: Εγκυκλοπαίδια του Ελληνικού Χορού. Αθήνα 1995.

·            Δόρα Ν. Στράτου:Εληνικοί παραδοσιακοί Χοροί.

·            Ρέμπελης Νικ.:Δημοτικά τραγούδια, παραδοσιακή μουσική και λαϊκοί οργανοπαίκτες. Κόνιτσα 1990.

·            Χατζή Βικτωρία: Συλλογή λαογραφικής ύλης από το χωριό Γανναδιό Κόνιτσας. Πανεπιστήμιο Αθηνών 1976-1977.

·            Ευθυμίου Αναστάσιος: Ιστορικό και λαογραφικό αρχείο. Αθήνα 1982.

·            Τάτσης Διονύσιος: Γνωριμία με την επαρχία Κονίτσης. Κόνιτσα 1993.