Αναζήτηση
Προχωρημένη Αναζήτηση
 
  ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΟΡΟΥ  
  ΣΚΟΠΟΙ- ΔΡΑΣΕΙΣ
  ΔΙΟΙΚΗΣΗ
  ΕΠΙΤΙΜΑ ΜΕΛΗ - ΕΦΟΡΟΙ -ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ
  ΣΥΜΠΟΣΙΑ ΓΙΑ TH ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ  
  ΣΥΜΠΟΣΙΑ
  ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ & ΕΡΓΑΣΙΕΣ  
  ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ
  ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΡΕΒΕΖΗΣ  
  H ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΡΕΒΕΖΗΣ
  ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «COSMO ECHO - ΣΥΝΗΧΗΣΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΤΗΣ ΓΗΣ»  
  «COSMO ECHO» - GREECE 2007
  ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΧΟΡΟΥ «COSMO DANCE»  
  ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΧΟΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
  Δρ. Αριστείδης Δουλαβέρας, Ο ΧΟΡΟΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΟΙΜΙΑΚΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΑΣ  
     
 

Ο χορός ήταν στενά συνδεδεμένος με την παραδοσιακή ζωή του λαού μας. Ήταν ένα μέσο έκφρασης της χαράς και της ανθρώπινης επικοινωνίας. Οι ρίζες του χάνονται στα βάθη της προϊστορίας και αποτελεί την πρωταρχικότερη καλλιτεχνική έκφραση του ανθρώπου, αποτέλεσμα ενός εκτάκτου συγκινησιακού γεγονότος Ξεκίνησε ως μαγικοθρησκευτική τελετή, για να καταλήξει μια τελετουργική εκδήλωση με έντονα κοινωνικά στοιχεία. Ο χορός έκφράζει συνολικά και συνθετικά την ανθρώπινη ύπαρξη, αφού ενοποιεί νου, καρδιά και σώμα. Υπήρξε στην παραδοσιακή κοινωνία το απαραίτητο συμπλήρωμα των θρησκευτικών γιορτών, των πανηγυριών αλλά και των ευχάριστων στιγμών της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής (γάμος, βάπτιση, ονομαστικές γιορτές κλπ.).

 
     
 
 

*Aπαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση κειμένων  και φωτογραφιών χωρίς την γραπτή έγκριση του ΑΡΧΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΟΡΟΥ

Δρ. Αριστείδης Ν. Δουλαβέρας

      Λέκτορας Λαογραφίας

  Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

 

 

Ο ΧΟΡΟΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΟΙΜΙΑΚΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΑΣ

 

Ο χορός[1] ήταν στενά συνδεδεμένος με την παραδοσιακή ζωή του λαού μας. Ήταν ένα μέσο έκφρασης της χαράς και της ανθρώπινης επικοινωνίας. Οι ρίζες του χάνονται στα βάθη της προϊστορίας και αποτελεί την πρωταρχικότερη καλλιτεχνική έκφραση του ανθρώπου, αποτέλεσμα ενός εκτάκτου συγκινησιακού γεγονότος[2]. Ξεκίνησε ως μαγικοθρησκευτική τελετή, για να καταλήξει μια τελετουργική εκδήλωση με έντονα κοινωνικά στοιχεία[3]. Ο χορός έκφράζει συνολικά και συνθετικά την ανθρώπινη ύπαρξη, αφού ενοποιεί νου, καρδιά και σώμα. Υπήρξε στην παραδοσιακή κοινωνία το απαραίτητο συμπλήρωμα των θρησκευτικών γιορτών, των πανηγυριών αλλά και των ευχάριστων στιγμών της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής (γάμος, βάπτιση, ονομαστικές γιορτές κλπ.).

Ο παροιμιακός λόγος, η λαϊκή θυμοσοφία, έχει να μας δώσει πολλά δείγματα παροιμιών εμπνευσμένα από το χορό. Αυτό αποδεικνύει  ότι ο χορός είχε ζωτική σημασία στην καθημερινή παραδοσιακή ζωή και ήταν μια συνηθισμένη πρακτική, ένα ιδιαίτερα έντονο βίωμα, που προσέφερε εικόνες  και αφορμές για βιοτικό προβληματισμό. Ο  Δημ. Σ. Λουκάτος παρατηρούσε σχετικά με το θέμα αυτό: «Η παροιμία είναι κάτι που χαρακτηρίζει έντονα τα βιώματα των λαών. Θα ήταν αδύνατο, λαός που δε  χορεύει, που δε χαίρεται ή δεν εχάρηκε το χορό στις μεγάλες ώρες της ζωής του, να είχε εμπνευστεί απ’ αυτόν τόσο πολλές παροιμίες, όσες ο ελληνικός[4]».

Ας  περάσουμε όμως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Ο λαός μας πιστεύει ότι οι οικογενειακές υποθέσεις πρέπει να  μένουν μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των άλλων. Είναι γνωστό το αρχαίο γνωμικό «Τα εν οίκω μη εν δήμω». Έτσι, συμβουλεύει :

 

          Μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα[5].

 

            Μες στο σπίτι σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα[6].

 

            Μοναχός σου χόρευε, ποτέ να μη σκοντάψεις[7].

 

Ο αδέσμευτος άνθρωπος κάνει αυτό που κρίνει σωστό, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα[8] και κάνει τη δουλειά του όπως θέλει[9]. Με λίγα λόγια, πρέπει κανείς να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις[10]. Είναι προφανές ότι δεν θα σκοντάψει, γιατί δεν θα τον δει κανένας, για να τον κρίνει, να τον κατηγορήσει ή να επισημάνει την ανικανότητά  του. Η παροιμία, βέβαια, παρουσιάζει  ένα αντικοινωνικό πνεύμα, τονίζοντας τη μοναχικότητα, το οποίο όμως αποβλέπει στην ατομική προστασία από τον αδίστακτο κοινωνικό έλεγχο.

Παρόμοιο είναι το πνεύμα της επόμενης παροιμίας.

 

            Χόρευε και πήδαγε

να λεν πως δεν πεινάμε[11].

 

Είναι γνωστό πόση σημασία έχει για τον παραδοσιακό άνθρωπο το τι θα πει ο κόσμος. Η συνοχή της παραδοσιακής κοινωνίας ευνοούσε την κοινωνική κριτική. Έτσι, στην παραπάνω παροιμία βλέπουμε την προσπάθεια του απλού ανθρώπου να περάσει αντίθετο μήνυμα στην κοινωνία από αυτό που στην πραγματικότητα βιώνει, μόνο και μόνο για να μην εκτεθεί κοινωνικά. Βλέπουμε ένα πνεύμα απόκρυψης της πραγματικότητας για προφανείς κοινωνικούς λόγους. Αν λοιπόν κάποιος χορεύει, σημαίνει ότι ευημερεί, ότι περνάει ευχάριστα, χωρίς προβλήματα. Αυτό επιβεβαιώνει και μια άλλη παροιμία :

 

          Δεν χορεύει  παρά ο ατζάτος, ο χοτζάτος και ο κοίλος ο  γιομάτος[12].

 

Χορεύει, δηλαδή, ο δυνατός και ο φαγωμένος και όχι ο νηστικός, όπως επισημαίνουν άλλες παροιμίες, όπως :

 

Νηστικιά αρκούδα δε χορεύει[13].

 

Νηστική αρκούδα χορεύει ποτέ[14];

 

Πεινασμένη αρκούδα  δε χορεύει[15].

 

Νηστικό αρκούδι δε χορεύει[16].

 

Όμοια είναι και η παροιμία :

 

Άδεια κοιλιά  τραγούδια δεν ηξέρει[17].

 

Ξεκινώντας ο λαός μας από μια οπτική εμπειρία του, οδηγείται στη βιοσοφική διαπίστωση ότι ο πεινασμένος δεν έχει όρεξη για διασκεδάσεις[18]. Η πείνα καταπιέζει τυραννικά το σώμα από την ανάγκη της αυτοσυντήρησης, ώστε είναι αδύνατον να γίνει λόγος για πνευματικές επιδόσεις του ανθρώπου[19]. Μεταφορικά οι παροιμίες δηλώνουν ότι, για να δουλέψει κάποιος, πρέπει να αμειφθεί[20].

Σε άλλες παροιμίες ο λαός μας παίρνει εικόνες από το χορό, για να καυτηριάσει την παντογνωσία ορισμένων ανθρώπων, που νομίζουν πως τα ξέρουν όλα και είναι όλο υποδείξεις στους άλλους, γνωρίζοντας ότι οι ίδιοι δεν θα υποστούν καμιά συνέπεια[21]. Στην περίπτωση αυτή, που κάποιος βρίσκεται έξω από την ευθύνη, η κριτική είναι ελκυστική. Ο συνετός όμως άνθρωπος δεν κρίνει τους άλλους αβασάνιστα ούτε περιαυτολογεί επιπόλαια. Ίσως κι ο ίδιος να έκανε περισσότερα σφάλματα κάτω από ίδιες συνθήκες[22]. Ο λαός, λοιπόν, ξεκινάει από μια εμπειρία που έχει από τον χορό, για να φιλοσοφήσει για τη ζωή. Πράγματι, πολλοί άνθρωποι καυχώνται και ισχυρίζονται ότι ξέρουν  «να χορεύουν πολλά τραγούδια». Όταν όμως βρεθούν μέσα στον χορό, διαπιστώνεται η ανικανότητά τους και η γελοιοποίησή τους.

 

                    Καθένας έξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει[23].

 

                        Οπού είναι απόξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει[24].

 

                        Απ’ όξου απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε[25].

 

            Γι’ αυτό, μια άλλη παροιμία  έρχεται ως απάντηση στους πολύξερους, σ’ αυτούς δηλαδή που χωρίς να αντιμετωπίζουν οποιεσδήποτε ευθύνες, κάνουν υποδείξεις  και δίνουν οδηγίες ως ειδήμονες :

 

                        Έμπα στο χορό,

 να σε δω, κυρά Μαριώ[26].

 

          Ο  λαός  συμβουλεύει, επίσης, με έξυπνο τρόπο να προσαρμόζεται κανείς  με  τις περιστάσεις, να μην  «κάνει του κεφαλιού του». Είναι γνωστό ότι στην παραδοσιακή κοινωνία υπήρχαν πολλές αφορμές, για να βρει κάποιος τον μπελά του. Έτσι, η προσαρμογή ήταν έξυπνος τρόπος για επιβίωση :

 

                        Σαν σου παίζουν, να χορεύεις[27].

 

                        Με το βιολί που σου παίζουν, χόρευε[28].

 

                        Κατά το χορό και το τραγούδι[29].

 

                        Όπως μου σφυρίζουν, χορεύω[30].

 

                        Όπως μου βαρούν, χορεύω[31].

 

Αλλά και οι διάφορες δραστηριότητες δεν πρέπει να γίνονται πριν από την ώρα τους . «Το παράκαιρον πανταχού λυπηρόν», λέγει ένα αρχαίο γνωμικό. Το παράκαιρο συνήθως οδηγεί σε αναποτελεσματικότητα και αποτυχία. Γι’ αυτό, όπως δεν μπορεί να χορεύει κανείς όλη την ώρα, χωρίς να κινδυνεύει να θεωρηθεί ανόητος, έτσι και οι ενέργειές μας πρέπει να γίνονται στον κατάλληλο χρόνο και τόπο. Γι’ αυτό η παροιμία συνιστά :

                    Κατά τον καιρό και το χορό[32].

 

          Ένα άλλο σοβαρό θέμα που απασχολεί τη λαϊκή σοφία είναι  η τάξη και η πειθαρχία. Ξεκινώντας από εικόνες της καθημερινής ζωής  με τη γάτα και τους ποντικούς, διαπιστώνει ότι :

 

                        Λείπει ο γάτος και χορεύουν τα ποντίκια[33].

 

                        Λείπουν οι κάτες κι οι ποντικοί χορεύουν[34].

 

                        Φεύγει  ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια[35].

 

Δηλαδή όπου απουσιάζει ο επιμελούμενος της ευκοσμίας και κολάζων τους ατακτούντας, πολλή επικρατεί ακοσμία[36]. Όταν λείπει ο πρώτος, ο αρχηγός, δεν υπάρχει πειθαρχία και τάξη και οι υφιστάμενοι κάνουν  ό,τι θέλουν[37]. Με την απομάκρυνση του υπευθύνου για την τήρηση της τάξης, ξεσπάει απειθαρχία[38].

          Παρόμοια είναι και η παροιμία

 

                        Θέλει ο κάτης και χορεύουν οι ποντικοί[39].

 

Δηλαδή οι υφιστάμενοι δεν θα τολμούσαν να παρεκτραπούν, αν δεν ανέχονταν κάτι τέτοιο οι προϊστάμενοί τους, οι οποίοι έχουν και την ευθύνη γι’ αυτό[40].

Από τον κόσμο των ποντικών είναι και η επόμενη παροιμία :

 

            Κατά τον τοίχο και το χορό[41].

 

            Προς τον τοίχο τον χορό,

            μώρ’ ποντίκι κολωβό[42].

 

Την παροιμία λέγει ο γερο-ποντικός στα άλλα ποντίκια, με τα οποία ο γάτος έκλεισε συμφωνία ειρήνης,  γιατί έγινε Χατζής[43].  Έτσι, αν ξαφνικά  ο γάτος τους επιτεθεί, θα κρυφτούν αμέσως στις τρύπες του τοίχου. Λέγεται ως συμβουλή επαγρύπνησης και ετοιμότητας σε περιπτώσεις που δεν εμπνέουν  εμπιστοσύνη ή για να ενεργεί κανείς με ασφάλεια σε κάθε ενδεχόμενο[44]. Λέγεται και γι’ αυτούς που βγαίνουν έξω από τα  φυσικά τους όρια και έτσι εκτίθενται σε κινδύνους[45].

Δεν είναι βέβαια μόνον ο γάτος που θέλει να επωφεληθεί από τις διάφορες καταστάσεις αλλά και ο λύκος. Λέει η παροιμία :

 

          Στην ανεμοζάλη χορεύει η λύκος[46].

 

Δηλαδή, πάνω στην ταραχή και τη φασαρία που προκύπτουν από τον ανεμοστρόβιλο, ο λύκος βρίσκει την ευκαιρία να αρπάξει  κάποιο πρόβατο. Έτσι  και ορισμένοι άνθρωποι εκμεταλλεύονται τις  απρόβλεπτες ή ανώμαλες καταστάσεις προς το συμφέρον τους.

          Αλλά και η ανοησία δεν ξεφεύγει από τη θυμοσοφία του λαού μας Ανόητοι και παλαβοί μπορεί να θεωρηθούν και εκείνοι που χορεύουν χωρίς όργανα ή χωρίς τραγούδια. Ένας τέτοιος χορός είναι ψεύτικος, ανεδαφικός και δηλώνει διαταραγμένες προσωπικότητες. Γι’ αυτό ο λαός κάνει αυστηρή διαπίστωση:

 

                    Χωρίς λύρα και βιολί,

                        εχορεύαν οι λωλοί[47].

 

          Η παροιμία επιπλήττει αυτούς που κάνουν μια προφανώς ανόητη ενέργεια και δεν έχουν εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την πραγματοποίησή της. Απευθύνεται  και σ’ αυτούς που προβληματίζονται, χωρίς να υπάρχει λόγος[48]. Λέγεται και διαλογικά :

 

                    -Πώς χορεύουν οι λωλοί;

                         -Δίχως λύρα και βιολί[49].

 

          Για τα παράξενα και αλλόκοτα πράγματα  γίνεται λόγος στην επόμενη παροιμία;

                    Τρεις λαλούν

                        και δυο χορεύουν[50].

 

            Χαρακτηριστική είναι και παρακάτω παροιμία, που αναφέρεται σ’ αυτούς που προμηθεύονται πράγματα, που στην ουσία δεν τα θέλουν, δεν τα αγαπούν. Λέει η παροιμία:

                    Όποιος δεν αγαπά το χορό,

δε χρειάζεται βιολί[51].

         

          Σε μια άλλη παροιμία η αφορμή για τον προβληματισμό ξεκινάει από τη βασική ιδέα ότι ο κάθε συνδυασμός, για να είναι καλός, πρέπει να είναι ταιριαστός[52], όπως ταιριάζει ο χορός με τα μουσικά όργανα και η φακή με το κρεμμύδι. Λέει η παροιμία:

 

                    Η φακή με το κρεμμύδι

                        κι ο χορός με το παιχνίδι[53].

 

                        Φακή χωρίς κρεμμύδι,

                        χορός χωρίς παιχνίδι[54].

 

Όμως και η υπευθυνότητα που πρέπει να επιδεικνύει κάποιος, αν αναλάβει μια υπόθεση ή άθελά του μπλεχτεί σ’ αυτήν, μας δίνεται  με μια παροιμία που αναφέρεται στο χορό:

 

          Αφού έμπεις  στο χορό, θα χορέψεις[55].

 

Η παροιμία  ξεκινάει από μια εμπειρία του παραδοσιακού ανθρώπου, κατά την οποία, όταν κάποιος μπει στο χορό, θα πρέπει να χορέψει, για να μη γελοιοποιηθεί στα μάτια των συμπολιτών του. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν κάποιος αναλαμβάνει μια εργασία, με ή χωρίς τη θέλησή του. Θα πρέπει να τη συνεχίσει μέχρι το τέλος[56] και να μην απογοητεύεται από τις τυχόν δυσκολίες[57].

 

Υπάρχουν όμως περιπτώσεις αντρογύνων που ταιριάζουν στην ανεμελιά και στην τεμπελιά, στα ίδια ελαττώματα με λίγα λόγια, και παραμελούν το σπίτι τους για τα γλέντια και τις διασκεδάσεις. Αυτές τις περιπτώσεις ο λαός τις επιπλήττει με χαρακτηριστικές παροιμίες, που έχουν ποικίλες μορφές, ξεκινώντας από εικόνες του χορού :

 

            Εγάπα η κόρη το χορόν κι ήβρε κι άντρα λυριστή[58].

 

            Αγάπα η Μάρω το χορό κι ήβρε κι άντρα χορευτή[59].

 

          Αγάπα η Μάρω το χορό κι ήβρε κι άντρα ζουρνατζή[60]

 

Της άρεσε πολύ ο χορός,

βρήκε κι άντρα χορευτή[61].

 

Η γριά δεν το ’λπιζε να παντρευτεί,

κι ήβρεν άντρα χορευτή[62].

 

Οι παροιμίες λέγονται  και γι’ αυτούς που ευημερούν, χωρίς να το αξίζουν[63] ή γι’ αυτούς που βρίσκουν τα πράγματα σύμφωνα με τις προσδοκίες τους  και ιδίως για φαύλους και ανόητους που συναντούν όμοιους συντρόφους[64]. (Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι). Λέγεται και για αντρόγυνα, κυρίως σε περιπτώσεις που ο άντρας και η γυναίκα είναι ανέμελοι και τεμπέληδες[65].

Βέβαια, ο λαός δεν αγνοεί ότι η δουλεία δεν είναι εύκολη υπόθεση και ότι απαιτεί κόπο και πολλές προσπάθειες. Γι’ αυτό  υπενθυμίζουν σε εκείνους που παραπονιούνται για τις εργασίες που έχουν αναλάβει :

 

          Αν ήταν η δουλειά καλή

την τραγουδούσαν και στο χορό[66].

 

Με το ήθος των ανθρώπων και ιδίως των γυναικών σχετίζεται και η επόμενη παροιμία. Πρόκειται για τις γυναίκες εκείνες που φλυαρούν ασταμάτητα και μόνη τους έγνοια είναι οι διασκεδάσεις. Τα δυο αυτά ελαττώματα οδηγούν ασφαλώς στη διάλυση του σπιτιού. Λέει η παροιμία :

 

            Η κουβέντα κι ο χορός είναι σπιτοχαλασμός[67].

                   

          Ο λαός βέβαια δεν συνιστά την αποχή από τον χορό και την ψυχαγωγία, αρκεί να μην παραμελεί η γυναίκα τις δουλειές  του σπιτιού. Γενικά, οι διασκεδάσεις δεν πρέπει ποτέ να μας αποσπούν από τις βασικές μας υποχρεώσεις. Γι’ αυτό μια άλλη παροιμία συνιστά το μέτρο:

 

                      Χόρευε, κυρά Ντουντού,

κοίταζε και του σπιτιού[68].

 

                    Χόρευε, κυρά Μαρού

                        κι έχε κι έννοια του σπιτιού[69].

 

                        Χόρευε, Μαριά του Λιου

κι έχε κι έννοια του σπιτιού[70].

 

Η ακατάστατη και κακή νοικοκυρά είναι αντικείμενο ψόγου στην επόμενη παροιμία. Ο λαός την ψέγει για την ακαταστασία της, που οφείλεται  στις διασκεδάσεις.

          Χόρεψε, μωρή Σουσού,

            τα κουρέλια απίσω σου[71].

 

          Ο χορός γενικά δημιουργεί ευχάριστα συναισθήματα. Και όμως στις παρακάτω δυο παροιμίες ο χορός γίνεται μέσο απειλής και τιμωρίας σε κάποιον:

 

          Θα σε χορέψω στο ταψί[72].

 

Η παροιμία σημαίνει θα σε τιμωρήσω σκληρά, θα σε βασανίσω. Πάνω σε ένα μεγάλο ταψί έβαζαν (στις Ινδίες) ξυπόλυτο και γυμνό τον άπιστο σύζυγο και από κάτω άναβαν φωτιά. Για να μην καεί εκείνος άρχιζε να ανεβοκατεβάζει τα πόδια του σαν να χορεύει[73].

Μια συναφής παροιμία προς την προηγουμένη λέει:

 

          Αμάχεψέ τους και χόρεψέ τους[74].

 

Δηλαδή σπείρε ζιζάνια να πιάσουν έχθρα μεταξύ τους και μετά τους κάνεις όπως θέλεις. Μπορείς εύκολα να τους τιμωρήσεις. Είναι το γνωστό μας  «διαίρει και βασίλευε».

Αλλά και για τους αδέξιους και ατζαμήδες μιλούν πολλές παροιμίες με αναφορά στο χορό.

Η καμήλα πήγε να χορέψει και με το πρώτο σάλτο που έκαμε,

 σκότωσε το καμηλάκι της[75].

 

          Δηλαδή από αδέξιες ενέργειες ανθρώπων που νομίζουν ότι είναι ικανοί, μπορεί να προκληθούν μεγάλα δεινά. Γι’ αυτό μια άλλη παροιμία συμβουλεύει :

 

                        Ή χορέψετε καλά ή αφήστε το χορό[76].

 

Ή, δηλαδή, φροντίστε να κάνετε καλά τη δουλειά που έχετε αναλάβει ή αφήστε  τη.

          Βέβαια, μερικές φορές ο άνθρωπος μπορεί να είναι ικανός αλλά άτυχος. Έτσι την παθαίνει, όπως λέει η παροιμία:

 

                        Σηκώθηκε ο γύφτος να χορέψει κι έσπασε το νταούλι[77].

 

          Είναι γνωστή η ικανότητα των γύφτων στην παραδοσιακή μουσική, η οποία τους οφείλει πολλά[78]. Κι όμως υπάρχουν και οι ατυχίες. Η παροιμία συνιστά επαγρύπνηση ακόμα και όταν είμαστε σίγουροι γι’ αυτό που πάμε να κάνουμε. Ο γύφτος ήταν σίγουρος για την ικανότητά του να χορεύει, δεν πρόβλεψε όμως ότι μπορούσε να σπάσει το νταούλι.

          Ο λαός όμως δεν ανέχεται  και τους ανίκανους,  που ασχολούνται ανεπιτυχώς με έργα, για τα οποία δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις. Έτσι, λέγει ειρωνικά:

 

                        Και χορεύει και πηδά

σαν το χοίρο στα πηλά [79].

 

Όπως ο χοίρος μέσα στα πηλά (λάσπες) κάνει αδέξιες κινήσεις, έτσι και ο ανίκανος στο χορό άνθρωπος-μεταφορικά ανίκανος σε μια εργασία-γίνεται κωμικός με τη συμπεριφορά του και φυσικά τα «θαλασσώνει».

Ωστόσο, συμβαίνει μερικές φορές κάποιος να μην ξέρει καλά μια τέχνη, μια δουλειά κλπ. και έτσι να τον αφήνουν ήσυχο. Έτσι, περνάει καλύτερα από τους έμπειρους και  τους ειδικούς. Γι’ αυτό η παροιμία παρατηρεί:

 

             Οπού κακά χορεύει,

 καλά γλεντάει[80].

 

          Ένα πρόσωπο που δεν ξέφυγε από τη λαϊκή θυμοσοφία σχετικά με το χορό είναι και οι γριές. Λέει η παροιμία:

 

                        Η γριά θέλει εκατό να πιάσει το χορό και χίλια να σκολάσει[81].

 

Όπως σημειώνει ο Αραβαντινός, η παροιμία λέγεται γι’αυτούς οι οποίοι εμπλέκονται σε έργα που ξεπερνούν τις ικανότητές τους[82]. Ο Πολίτης, εξάλλου, παρατηρεί ότι η παροιμία λέγεται για εκείνους οι οποίοι, όταν τους δοθεί αφορμή, φλυαρούν ακατάπαυστα ή για εκείνους οι οποίοι διστάζουν να αρχίσουν κάτι, αλλά, όταν ύστερα από παρακλήσεις πείθονται, κάνουν αυτό με τόση υπερβολή, ώστε γίνονται τρομερά ενοχλητικοί[83]. Παρομοιάζονται δέ με τη γριά, η οποία αρνείται αρχικά να χορέψει, αλλά, αν ύστερα από παρακλήσεις σηκωθεί, δεν εννοεί να σταματήσει το χορό, γιατί κατά βάθος οι περισσότερες γριές αρέσκονται στους χορούς και στις νεανικές διασκεδάσεις[84].

Αντίθετη με την προηγούμενη είναι η παρακάτω  παροιμία :

 

            Η γριά έδωκεν έν άσπρο να μπει στο χορό

            και για να βγει δίνει δέκα[85].

 

            Η γριά μ’ ένα άσπρο μπήκε στο χορό,

έπειτα έδωκε  δύο για να βγει και δεν ημπόρειε[86].

 

Εδώ η ίδια η γριά παίρνει πρωτοβουλία και πληρώνει, για να μπει στο χορό, έπειτα όμως ήθελε να βγει και, ενώ πλήρωνε τα διπλά, δεν μπορούσε, γιατί δύσκολα ξεμπλέκει κανείς, αν εμπλακεί σε μια διαδικασία που δεν ελέγχει. Η παροιμία λέγεται κυρίως γι’ ανθρώπους που  καταπιάνονται με έργα ανώτερα των δυνάμεών τους και ύστερα δύσκολα ξεμπλέκουν[87].

Μια άλλη παροιμία με αναφορά στη γριά, λέγεται για αυτούς που ενδιαφέρονται και αγχώνονται   πολύ για ξένα πράγματα και συμφέροντα.

 

          Η εγγαστρωμένη εχόρευε και η γριά εσφίγγονταν[88].

 

Το ίδιο σατιρικό πνεύμα  για τις γριές που θέλουν να συμπεριφέρονται όπως οι νέες, βλέπουμε και στην παρακάτω παροιμία:

 

          Εκουρεύτει η γριά προβάτα και χορεύει με τα αρνιά της[89].

 

Λέγεται δηλαδή για γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, που τους αρέσει να συναναστρέφονται με νεαρές κοπέλες και συμμετέχουν στις διασκεδάσεις τους.

Στο χορό, βέβαια, δεν μπαίνουν όμως είδαμε  μόνο οι έμπειροι  και  οι ικανοί αλλά  και άλλα πρόσωπα χωρίς να έχουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις, όπως αρτιμέλεια και καλή ενδυμασία. Τότε δέχονται τον κοινωνικό έλεγχο, την κοινωνική κριτική:

            Δες στραβάρες που θωρώ

και γυρεύουνε χορό[90].

 

            Να χορέψει ήθελ’ η κόρη,

 μα παπούτσια δεν εφόρει[91].

 

Η πρώτη παροιμία λέγεται, όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται σε δύσκολη περίσταση και εντούτοις συμμετέχει σε μια υπόθεση, χωρίς να έχει τα απαραίτητα εφόδια και προσόντα ή όταν τον αναγκάζουν να κάνει κάτι, χωρίς να το επιθυμεί[92].

Η δεύτερη λέγεται για φτωχούς που, παρά την επιθυμία τους, δεν μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική ζωή,  γιατί στερούνται τα στοιχειώδη[93].

Σε μια τρίτη παροιμία έχουμε ανάλογη περίπτωση σωματικής ανικανότητας. Λέγεται όμως γι’ αυτούς που εξωθούνται από συναγωνισμό να εκτελέσουν έργα, για τα οποία είναι εκ φύσεως ανίκανοι και ανεπαρκείς, όπως ο κουτσός στο χορό. Λέει η παροιμία :

          Από κοντά απ’ τ’ς  άλλους

            ως και Κουτσοθοδωρής χορεύει[94].

 

Αλλά κι άλλα ελαττώματα του κοινωνικού βίου βλέπουμε στις παροιμίες, πάντα με κέντρο αναφοράς το χορό. Ένας τέτοιος τύπος είναι ο πεισματάρης, που δεν προσαρμόζονται στις περιστάσεις. Έτσι ο λαός μας τον παρομοιάζει με χορευτή, που, ενώ τα όργανα παίζουν άλλον ρυθμό, δεν εννοεί να προσαρμόσει τα βήματά του και τον χορό του σύμφωνα με αυτά. Λέει η παροιμία :

 

          Δεν αλλάζω το χορό μου,

 το σκοπό των ποδαριών μου[95].

 

Πρόκειται για ανθρώπους που δεν προσέχουν τις συμβουλές των άλλων, αλλά μένουν αμετακίνητοι στην εσφαλμένη γνώμη τους.

 Αξιοσημείωτη όμως είναι η επόμενη παροιμία, που φαινομενικά δηλώνει προσαρμογή στο σκοπό που δίνουν τα όργανα, ενώ στην πραγματικότητα λέγεται ως απάντηση στις πιεστικές και προκλητικές  ενέργειες των άλλων. Σημαίνει : Όσο εσείς με προκαλείτε, θα έχετε και τις ανάλογες αντιδράσεις.

 

Όσο εσείς θα βαράτε τα νταούλια,

 εγώ θα χορεύω[96].

 

Υπάρχει όμως και το πνεύμα της ισότητας και της σύμπνοιας, που εκφράζεται στην παρακάτω παροιμία :

 

                    Ένα χορό χορεύουμε,

ένα τραγούδι λέμε[97].

 

Ο Αραβαντινός σημειώνει ότι η παροιμία λέγεται για τους «ομοιοπαθείς και συνδυστυχούντας[98]». Λέγεται, επίσης, όταν σε ένα σύνολο ανθρώπων δεν υπάρχουν διαφορές στον τρόπο ζωής και στις ενέργειές τους[99].

Κι όμως η ζωή δημιουργεί αδικίες. Έτσι, συμβαίνει πολλές φορές άλλοι να κοπιάζουν και άλλοι να καρπώνονται τον μόχθο τους και την προσπάθειά τους. Γνωστή η παροιμία:

 

          Άλλοι σκάφτουν και κλαδεύουν

κι άλλοι πίνουν και χορεύουν[100].

 

Το παράδειγμα προέρχεται από τους αμπελουργούς, οι οποίοι μοχθούν για να μεγαλώσει το αμπέλι, αλλά άλλοι πίνουν το κρασί και χαίρονται (ιδίως οι κληρονόμοι). Συναφής είναι και η επόμενη παροιμία :

 

            Δεν χορεύει πάντα, όποιος πληρώνει τα βιολιά[101].

 

Δηλαδή, τον μόχθο ενός ανθρώπου τον εκμεταλλεύονται μερικές φορές άσχετα άτομα, που δεν έχουν συνεισφέρει καθόλου στη συγκεκριμένη υπόθεση.

Μια άλλη παροιμία υπενθυμίζει τις ευθύνες που έχει ο παντρεμένος, ο οποίος πλέον δεν επιτρέπεται να είναι αμέριμνος και αδιάφορος για τη νέα ζωή του.

 

          Ο λεύτερος σαν παντρευτεί δεν πρέπει να χορεύει

             μόνο σακί στον ώμο του κριθάρι να γυρεύει[102].

 

Ωστόσο, στη ζωή δεν λείπουν οι τεμπέληδες και εκείνοι που επικαλούνται ανόητες και προφανώς άστοχες δικαιολογίες, για να μην πειθαρχήσουν στις εντολές των κυρίων τους. Λέει η παροιμία :

 

          -Χόρεψ’, Αράπη.

            -Δεν αδειάζω, αφέντη.

 

Αλλά και την οκνηρία ο λαός μας την επικρίνει με τον γνωστό μύθο του τζίτζικα:

          Όντεν έπαιζες κι εχόρευες τον Πρωτοούλη μήνα,

άμε και τώρα χόρευε να σου περνά η πείνα[103].

 

          Η παροιμία λέγεται για τον αμέριμνο, τον μη προνοητικό, που αφυπνίζεται, μόνον όταν βρεθεί στην ανάγκη.

          Όμως ο λαός δεν αφήνει τίποτα απαρατήρητο, ιδιαίτερα στην παραδοσιακή κοινωνία με την αυξημένη συνοχή και την έντονη λειτουργία του κοινωνικού ελέγχου. Έτσι, όταν δει κάποιον, ύστερα από χρόνια σοβαρότητας, να κάνει κάτι εύθυμο και αστείο, το παρατηρεί με ειρωνικό τρόπο:

 

                    Στα χίλια χρόνια μια φορά χορεύει κι η καμήλα[104].

 

          Ο λαός μας πιστεύει πολύ στην επικοινωνία και τη σχέση με τον καλύτερο κοινωνικά και οικονομικά. Θα λέγαμε ότι αυτό ισχύει και στις ημέρες μας. Το πνεύμα αυτό βλέπουμε στην παρακάτω παροιμία, όπου μια φτωχιά προκαλεί μια πλούσια να πάνε μαζί στο χορό, προφανώς για να δοθεί η εντύπωση ότι είναι του ίδιου επιπέδου και να αυξήσει έτσι το κοινωνικό της status :

 

                      Άφησ’ τ’ αμπελοχώραφα στην γη να ’ναι στρωμμένα

 κι έλα να πάμε στο χορό να δουν εσέ κι εμένα[105].

 

Από το  πλήθος των παροιμιών που ανέφερα και ανέλυσα  έγινε κατανοητό πόσο ο χορός ήταν λειτουργικό στοιχείο της παραδοσιακής κοινωνίας. Για να υπάρχει τέτοιος πλούτος εικόνων και προβληματισμών από το χορό, σημαίνει ότι ήταν κάτι πολύ εν χρήσει, που παρείχε άμεσο προβληματισμό και εύκολο υλικό για τρέχουσα αξιοποίηση, δεδομένου ότι ο παροιμιακός λόγος ξεπηδούσε αυθόρμητα και πηγαία  στη ροή του καθημερινού λόγου[106]. Έτσι, ο χορός δεν είχε μόνο κοινωνική-ψυχαγωγική και τελετουργική αξία στην παραδοσιακή κοινωνία, αλλά  ήταν και πεδίο ενδιαφέροντος βιοσοφικού προβληματισμού.

 

 

                       ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΑΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ

Αραβαντινός : Αραβαντινός Π., Παροιμιαστήριον ή Συλλογή Παροιμιών εν  χρήσει ουσών παρά τοις Ηπειρώταις, Ιωάννινα 1863, ανατύπωση από το Βιβλιοπωλείο Καραβία, Αθήνα 1996.

Αρβανίτης : Αρβανίτης Ιω. Μ., Από τις πηγές του λαού μας. Τα μνημεία του λόγου, τ. Β, Παροιμίες-Γλωσσάρι, Αθήνα 1988.

Βενιζέλος : Βενιζέλος Ι., Παροιμίαι Δημώδεις, Εν Ερμουπόλει , επανέκδοση από τις εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα χ.χ., σελ. 167,αριθ. 251.-

Ζευγώλη- Γλέζου: Ζευγώλη- Γλέζου Διαλεχτής, Παροιμίες από την Απείρανθο της Νάξου,Αθήναι 1963.

Καρανικόλας Σωτ. και Αλέξ.: Καρανικόλας Σωτ. Αλ.- Καρανικόλας Αλεξ. Σ., Παροιμίες και Φράσεις από τη Σύμη, Επιτροπή Συμαϊκών Εκδόσεων, Αθήνα 1980, σελ. 250,1499.

Κοντός :  Κοντός Κώστας, Συμιακές παροιμίες, γνώμες, φράσεις, παροιμιόμυθοι, Αθήνα 1989.

Κυριακίδης :  Κυριακίδης Α., Ελληνικαί Παροιμίαι, Εν Λευκωσία 1916.

Λουκάτος, Παροιμιόμυθοι : Λουκάτος Δημ Σ., Νεοελληνικοί Παροιμιόμυθοι, Ερμής, Αθήνα 1972.

Λουκάτος, Γνωμικά : Λουκάτος Δημ.Σ., Κεφαλονίτικα Γνωμικά, Αθήναι 1952.

Μερακλής : Μερακλής Μιχ. Γ., Παροιμίες, Ελληνικές και των άλλων Βαλκανικών λαών, Πατάκης, Αθήνα 1985.

Μπουγιούκου-Μουσαίου: Μπουγιούκου –Μουσαίου Καλλιόπης, Παροιμίες του Λιβισιού και της Μάκρης, Αθήνα 1961.

Νατσούλης : Νατσούλης Τάκης, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, Γ΄ έκδοση, Αθήνα 1983 και Συμπλήρωμα  Αθήνα 1983.

Παναγούλιας : Παναγούλιας Παν.Ι., Παροιμίες του λαού μας, εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1981.                                           

Πασχάλης : Πασχάλης Δημήτριος, Παροιμίαι και παροιμιώδεις φράσεις του λαού της νήσου Άνδρου, Συμπληρώσεις από νεότερα δημοσιεύματα, ΄Αννας Γ. Παλαιοκρασσά, Εισαγωγή και επιστημονική επιμέλεια, Μ.Γ. Βαρβούνη, Φίλιον Προλόγισμα, Δημ. Σ. Λουκάτου, Καϊριος Βιβλιοθήκη, Άνδρος 1996.

Πολίτης : Πολίτης Νικόλαος Γ.,  Παροιμίαι, τ. Α-Δ, Αθήναι 1999-1902.Φωτοτυπική ανατύπωσις της πρώτης εκδόσεως, εκδόσεις «ΕΡΓΑΝΗ», Αθήναι 1965.

Σακελλαρίδης :  Σακελλαρίδης Κ. Οδ., Παροιμίες και φράσεις από τη Νίσυρο, έκδοση Εταιρείας Νισυριακών Μελετών, Αθήναι 1983.

Σαλαμάγκας : Σαλαμάγκας Δημ., Γιαννιώτικες παροιμίες και φράσεις, Επιμέλεια : Δημ. Σ. Λουκάτος, Ανάτυπον από τα «Ηπειρωτικά Χρονικά», τ. ΙΗ, Ιωάννινα 1974.

Τζεφερόπουλος : Τζεφερόπουλος Απόστολος Μ., Θησαυρός ελληνικής σοφίας, εκδόσεις Κοντέος, Θεσσαλονίκη χ.χ.

 



[1] Βλ. ενδεικτική βιβλιογραφία αλφαβητικά : Δήμας Ηλ., Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί, Αθήνα 1979.- Ζωγράφου Μαγδαληνή, Θεωρητικά στοιχεία του ελληνικού παραδοσιακού χορού, Αθήνα 1988.-Ζωγράφου Μαγδαληνή, Λαογραφική-ανθρωπολογική προσέγγιση του Σέρα-Χορού των Ποντίων, διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 1989.-Ήμελλος Στεφ. Δ., «Ειδήσεις περί χορών και μουσικής παρά τω περιηγητή P. Aug. de Guys, Επετηρίς Λαογραφικού Αρχείου, τ.. 15-16(1962-1963,σελ.14-31, Εν Αθήναις 1964.- Hanna J.L., Dance is Human. A Theory of a nonverbal communication, University of Texas, 1980.-Holden R. and Vouras M., Greek Folk Dances, Belgium 1976.- Κόκκινος Γιάννης, Ελληνικοί χοροί, Θεσσαλονίκη 1987.-Κουσιάδης Γ.Αθ., Αρχαίοι και νέοι ελληνικοί χοροί, Αθήναι 1949.-Κράους Π., Ιστορία του χορού, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1980.- Lang R., The Nature of Dance, Macdonald and Evans Limited, London 1975.-Λουκάτος Δημ. Σ., «Ο χορός στη Λαογραφία μας», Νέα Εστία, τόμος 67, τεύχος 780(1960),45-50 και τεύχος 781(1960),111-117.- Λουτζάκη Π., Ο παραδοσιακός χορός στην Ελλάδα, Philoxenia, Θεσσαλονίκη, 1985.- Μερακλής  Μιχ. Γ., Ελληνική Λαογραφία, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα , σελ. 370-377 και 581- 583.- Μπίκος Α., Ελληνικοί χοροί, Τρίπολις 1969.-Παπαχρήστου Βασίλειος, Λαογραφία και διδακτική των ελληνικών χορών, Θεσσαλονίκη 1972.-Παπαχρήστου  Βασίλειος, Ελληνικοί χοροί, Αθήνα 1960.-Ράφτης Α., Ο κόσμος του ελληνικού χορού, εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1985.- Ρούμπης Γ., Ελληνικοί χοροί, Αθήνα 1990.- Sachs C., The World History of Dance, W.W. Norton and Company INC. N.York 1963.-1963.- Σακελλαρίου Χ., Ελληνικοί χοροί, Αθήνα 1960.- Σαχινίδης Κων., Κοινωνική λειτουργία του παραδοσιακού χορού στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία : Το παράδειγμα του νομού Μαγνησίας, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1995.-Στράτου Δώρα, Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1978.-Τόσκα-Καμπά Σούλα, Παραδοσιακοί χοροί, Φιλιππότης, Αθήνα 1996.-

[2] Μερακλής  Μιχ. Γ., Ελληνική Λαογραφία, ό.π.,σελ. 371.     

[3]Σαχινίδης Κων., Κοινωνική λειτουργία του παραδοσιακού χορού…, ό.π.

[4] Λουκάτος Δημ. Σ., «Ο χορός στη Λαογραφία μας», ό.π., σελ. 49.- Πρβλ. Μερακλής  Μιχ. Γ., Ελληνική Λαογραφία, ό.π., σελ. 373 και 582.-Ζωγράφου Μαγδαληνή, Λαογραφική-ανθρωπολογική προσέγγιση …, ό.π., σελ. 18

[5] Βενιζέλος Ι., σελ. 167,αριθ. 251.- Καρανικόλας  Σωτ. και Αλέξ., σελ. 250,1499.

[6]Καρανικόλας  Σωτ. και Αλέξ. σελ. 250, 1500.

[7] Βενιζέλος, σελ. 167,251.

[8] Καρανικόλας Σωτ. και Αλέξ. σελ. 250, 1500.

[9] Ζευγώλη- Γλέζου, 335,χορεύω,1.

[10] Αρβανίτης, 272.

[11] Αρβανίτης σελ. 200.

[12] Λουκάτος, Γνωμικά, 33,203.

[13] Σακελλαρίδης, 215,1414 .- Λουκάτος, Γνωμικά, 34,208.

[14] Βενιζέλος, 172,62.- Λουκάτος, Γνωμικά, 34,208.

[15] Καρανικόλας  Σωτ. και Αλέξ., 191,1120.- Μερακλής, 146,259.

[16] Αραβαντινός,155,1751.-Σαλαμάγκας, 85,νηστικός, 1.- Αρβανίτης, 35.

[17]Καρανικόλας Σωτ. και Αλέξ., 22,39.- Σακελλαρίδης,124,759.

[18] Σακελλαρίδης, 215,1414.

[19] Αρβανίτης, 35.

[20] Μερακλής, 146,259.

[21] Σακελλαρίδης,124,745.

[22] Τζεφερόπουλος,126.

[23] Λουκάτος, Γνωμικά, 184,124.- Αρβανίτης, 274.

[24] Σακελλαρίδης, 121,745.- Τζαφερόπουλος, 126.

[25] Σαλαμάγκας, 57,έξω,1.

[26] Σαλαμάγκας, 120, χορός, 1.

[27] Ζευγώλη- Γλέζου, 336,χορεύω,3.

[28] Σακελλαρίδη, 328,2230.

[29] Αρβανίτης, 274.

[30] Μερακλής , 179,353.

[31] Αρβανίτης, 274.

[32] Αραβαντινός, 65,629.- Σαλαμάγκας,64, καιρός, 5.- Παναγούλιας, 30,74.- Αρβανίτης, 293.-

[33] Πολίτης,Γ, 425,27 και 23,24, 28, 29,36α,36β,37α,3841,43,44.-Μερακλής,74,77.

[34] Καρανικόλας Σωτ. και Αλέξ., 64,287.

[35] Σαλαμάγκας, 44,γατα,11.-Αρβανίτης,58.-

[36] Πολίτης, Γ,425,27.

[37] Καρανικόλας Σωτ. και Αλέξ., 64,287.

[38] Αρβανίτης,58.

[39] Πολίτης, Γ, 425,24.

[40] Πολίτης, Γ, 425,24.

[41] Βενιζέλος, 139,339.- Λουκάτος, Παροιμιόμυθοι, 125,426.

[42] Αραβαντινός,109,1164.

[43] Πρβλ. την παροιμία : Και Xατζής που εγίνη ο γάτος / τα παλιά του δεν τ’ αφήνει (Λουκάτος,  Παροιμιόμυθοι, 54,195).

[44] Βενιζέλος,139,339.

[45] Αραβαντινός, 109, 1164.

[46] Ζευγώλη- Γλέζου, 42,ανεμοζάλη.

[47] Σακελλαρίδης, 329, 2233.- Κονταξής Κ.Δ., Το θέμα της τρέλας και της κουταμάρας στην ελληνική λαϊκή παροιμία, Ιωάννινα 1992, σελ. 50 και 71.

[48] Κοντός, 113,422

[49]Κοντός, 113,422.

[50] Βενιζέλος, 325,595.

[51] Κυριακίδης, 78.

[52] Μπουγιούκου-Μουσαίου, 370,1273.

[53]Μπουγιούκου-Μουσαίου, 370,1273.

[54] Κοντός, 103,385.

[55]Ζευγώλη-Γλέζου, 336, χορός, 2.- Σακελλαρίδης, 328,2228.- Παναγούλιας, 79,323.- Μερακλής, 180,354.- Αρβανίτης, 274.

[56] Ζευγώλη-Γλέζου, 336, χορός, 2.

[57] Σακελλαρίδης, 328,2228.

[58] Καρανικόλας Σωτ. και Αλέξ., 59,251.- Σακελλαρίδης, 73,396.

[59] Πολίτης, Γ,265,3.- Σαλαμάγκας, 41, βρίσκω,1.-Πασχάλης,27,5.

[60] Λουκάτος, Παροιμιόμυθοι, 3,1.

[61] Αρβανίτης, 274.- Πασχάλης, 27,5.

[62] Πολίτης, Δ,141,52 και Δ, 265,1α-265,2-265,3-273,23-278,48-278,49α-305,138.

[63]Πολίτης, Δ,141,52.-

[64] Πολίτης, Δ,265,53

[65] Σακελλαρίδης, 73,396.

[66] Σαλαμάγκας, 54,δουλειά, 1.

[67] Τζαφερόπουλος,196.- Κοντός, 72,249.

[68] Αραβαντινός,135,1476.

[69] Βενιζέλος, 339,46.- Μπουγιούκου –Μουσαίου, 369,1271.- Πασχάλης,178,1060.

[70] Σακελλαρίδης, 328,2232.- Αρβανίτης, 272.-Κοντός,72,249.

[71] Ζευγώλη- Γλέζου, 336, χορεύω,6.

[72] Σακελλαρίδης, 328,2229.- Αρβανίτης, 273.-

[73] Νατσούλης, 159-160.

[74] Αρβανίτης, 26.

[75] Λουκάτος, Παροιμιόμυθοι, 22,85.

[76] Λουκάτος, Γνωμικά, 114,760.

[77] Τζαφερόπουλος,62.

[78] Μερακλής Μιχ. Γ., Ελληνική Λαογραφία, ό.π., σελ. 364-365.-Γιαννακόπουλος Τάκης, Οι Γύφτοι και το δημοτικό μας τραγούδι, Β΄εκδ., «Θουκυδίδης», Αθήνα 1981.

[79] Σακελλαρίδης, 328,2227.

[80] Λουκάτος, Γνωμικά, 122,824.

[81] Πολίτης, Δ,135,37. Τζαφερόπουλος, 184.

[82] Αραβαντινός,148,1652.

[83] Πολίτης, Δ,135,37.

[84]Τζαφερόπουλος, 184.

[85] Αραβαντινός, Παροιμιαστήριον, ό.π.,148,1652.

[86]  Πολίτης, Δ, 129, 16 .-Λουκάτος, Παροιμιόμυθοι, 20,78.- Μερακλής, 79,89.

[87] Λουκάτος, Παροιμιόμυθοι, 20,78.

[88] Αραβαντινός,148,1654.

[89] Πολίτης, Α,133, 27.

[90]Μπουγιούκου –Μουσαίου,369,1272.

[91] Αρβανίτης, 273.

[92] Μπουγιούκου –Μουσαίου,369,1272.

[93] Αρβανίτης, 273.

[94] Πολίτης, Α,550,144.

[95] Τζαφερόπουλος, 145.

[96] Αρβανίτης, 273.

[97]Αραβαντινός,  42, 350.-Αρβανίτης, 273.

[98] Αραβαντινός,σελ.42,350.

[99] Αρβανίτης, 273.

[100] Πολίτης, Α,534,87.

[101] Κυριακίδης, 78.

[102] Ζευγώλη- Γλέζου, 236,παντρεύομαι,7.

[103] Ζευγώλη- Γλέζου, 336, χορεύω,2.

[104] Λουκάτος, Παροιμιόμυθοι, 64,224.

[105] Σακελλαρίδης, 38,163.

[106] Δουλαβέρας Αριστ., Η έμμετρη εκφορά του ελληνικού παροιμιακού λόγου, διδακτορική διατριβή,  Βιβλ. Γρηγόρη, Αθήνα 1988,σελ. 175-176.