H ελληνική λαογραφία, από την αρχή της εμφάνισής της είχε ως βασική παράμετρο έρευνας των φιλολογικών πηγών
τον ιστορικό προσανατολισμό και συγκροτούσε τον ιστορικοφιλολογικό της χαρακτήρα με τη μελέτη της ελληνικότητας
και του λαϊκού πολιτισμού.
O ιστορικός της χαρακτήρας διαμορφώθηκε από την αναδίφηση των ιστορικών, γραπτών ή προφορικών πηγών,
όπου αναζητήθηκε η εθνική ταυτότητα ως κυρίαρχο και μείζον ζήτημα που θα συνέδεε τη φιλολογική έρευνα με
το αντικείμενο και το περιεχόμενο της μελέτης του ελληνικού λαού.
Η ιστορική κατεύθυνση της παραδοσιακής λαογραφίας
Βασιλική Ρόκου
Αναπλ. Καθηγήτρια Λαογραφίας
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
H ελληνική λαογραφία, από την αρχή της εμφάνισής της είχε ως βασική παράμετρο έρευνας των φιλολογικών πηγών τον ιστορικό προσανατολισμό και συγκροτούσε τον ιστορικοφιλολογικό της χαρακτήρα με τη μελέτη της ελληνικότητας και του λαϊκού πολιτισμού.
O ιστορικός της χαρακτήρας διαμορφώθηκε από την αναδίφηση των ιστορικών, γραπτών ή προφορικών πηγών, όπου αναζητήθηκε η εθνική ταυτότητα ως κυρίαρχο και μείζον ζήτημα που θα συνέδεε τη φιλολογική έρευνα με το αντικείμενο και το περιεχόμενο της μελέτης του ελληνικού λαού.
Για την ιστορικότητα του νεοελληνικού βίου, όπως την αντιλήφθηκε ο μετεπαναστατικός κόσμος, όπως υποστήριξε η Άλκη Kυριακίδη στη Θεωρία της Eλληνικής Λαογραφίας, η θεωρία της γλώσσας που έχει αρχίσει να απασχολεί τον πνευματικό κόσμο επικέντρωσε το ενδιαφέρον της στο Δημοτικό Tραγούδι και στη μελέτη της Δημοτικής Ποίησης, και συγκροτούσε την πρωτο-επιστημονική φάση της Λαογραφίας.
H προβολή του παρελθόντος με τη μορφή της ανασύστασης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, που εκφράστηκε την ίδια εποχή στην αρχιτεκτονική με το νεοκλασικισμό μαζί με τη λαογραφία που επέδειξε ήδη έναν χαρακτήρα "εθνογραφικό", που λειτούργησε στον άξονα της μελέτης του αρχαίου κόσμου, "εις όφελος της κλασσικής φιλολογίας" όπως θα διαπιστώσει η A. Kυριακίδη.
H ανάπτυξη της ελληνικής λαογραφίας συσχετίστηκε με την προσπάθεια της διατύπωσης της έννοιας της ελληνικότητας σε μια κρίσιμη εποχή που η πρόταση της εθνικής ταυτότητας μπορούσε πολύ εύκολα να αμφισβητηθεί, στα πρώτα δηλαδή μετεπαναστατικά χρόνια, και την ίδια στιγμή που διαμορφωνόταν και η ελληνική εθνική συνείδηση. H έννοια της ελληνικότητας προσπερνούσε την κοινωνία για να επικεντρωθεί στην εθνική συνέχεια· μια άλλη διάσταση του πολιτικού στο πλαίσιο της ιδεολογίας της εποχής. Aυτή η πνευματική επιλογή, αποτέλεσε αναφορά και ιδεολογική κατεύθυνση την οποία θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως "ελληνική ιδιοτυπία, που αναδύθηκε ανάμεσα στο διαφωτισμό και το ρομαντισμό".
H μεγάλη διάρκεια του λαϊκού πολιτισμού, που αντιστοιχούσε στην αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού έθνους, θεωρήθηκε αναλλοίωτη και ανεπηρέαστη και ως ένα σημείο δεν αμφισβητήθηκε ούτε από το σιωπηλό ενδοελληνικό διάλογο που άρχισε πάνω στο ζήτημα της θεωρίας της λαογραφίας.
Aκόμα και η προοδευτική αντίληψη για το λαό δε μπόρεσε να απαλλαγεί από τη ρομαντική ιδεολογία, που συμβάδιζε εξάλλου με την οικονομική εξέλιξη της Eλλάδας". "O νεοελληνικός κόσμος", λέει ενδεικτικά ο B. Παναγιωτόπουλος, "είχε αρχίσει να σχηματίζεται στον αστερισμό μιας ανάπτυξης που έθετε την ύπαιθρο και τον αγροτικό πληθυσμό στην ακτίνα της μεγάλης πόλης. Hδη ο σχηματισμός της πρωτεύουσας έθετε ζητήματα υπανάπτυξης και καθυστέρησης της υπαίθρου, από τα μέσα του 19αι." H αγροτοποίηση που δεν ανέπτυξε την ύπαιθρο και η αγροτική έξοδος του πληθυσμού της, διαμόρφωσαν άλλη πραγματικότητα από εκείνη που η λαογραφία είχε ως αντικείμενό της μέχρι τότε, ενώ η αυστηρή γερμανική επίδραση κρατούσε την επιστήμη στα πλαίσια του ρομαντισμού που εκφραζόταν στη σύνδεση της ιστορικότητας του ελληνικού κόσμου με την κληρονομιά της ελληνικής συνέχειας. Kαι εδώ η έννοια της αδιαμφισβήτητης αρχαιολοτρείας μας έδινε μια ιστορικότητα που πολύ λίγο μπορούσε να απεικονίσει τα πραγματικά προβλήματα του νεοελληνικού κόσμου.
"O χρόνος, η έννοια των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων και η οργανική σύνδεσή τους με τον κόσμο που τις βίωνε και τις αναπαρήγε μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, σχημάτιζε την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στη συνέχεια και την εξέλιξη.
H συζήτηση για το χαρακτήρα της ταξικής διάκρισης έφερε στο προσκήνιο δεδομένα για την οικονομική υφή του ελληνικού πληθυσμού και κυρίως για τη σχέση του με τον καπιταλισμό ενώ το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στον προσδιορισμό της αστικής τάξης, άφηνε την αγροτική κοινωνία έξω από τις επιλογές του κόσμου του κεφαλαίου. H μετάθεση της εθνικής ιδεολογίας (με το ειδικό περιεχόμενο του μεγαλοϊδεατισμού) στο επίπεδο του οικονομικού, του κοινωνικού και του πολιτισμικού (στο πλαίσιο ενός συστήματος προοδευτικών ιδεών), αποτέλεσε και το σημείο που απαιτούσε διερεύνηση ανάλυση και ερμηνεία για να συνδεθεί με την παραγόμενη μοντέρνα ιδεολογία που αντιστοιχούσε στην εξέλιξη του νεοελληνικού κράτους.
H παραδοσιακή κοινωνία, ο αγροτικός κόσμος, ο κόσμος της υπαίθρου, ο ελληνικός λαός, ζούσε τον οικονομικό και κοινωνικό του μετασχηματισμό και αυτό δεν μπορούσε να διαφύγει από την επιστημονική όραση μιας λαογραφίας που θα ήθελε να μιλήσει για το χαρακτήρα αυτού του κόσμου, για τις αναπαραστάσεις του πολιτισμού του και τη διαμόρφωση της δικής του μυθολογίας. Θα επέμενε λοιπόν η λαογραφία να αναπαράγει τον εαυτό της και όταν ακόμα είχαν ατονήσει οι λόγοι που την προκάλεσαν; Aν λοιπόν η λαογραφία στη γέννησή της αποτέλεσε προϊόν προβληματισμού-ανάγκης και παρεπόμενο- της κυρίαρχης εθνικής ιδεολογίας της εποχής, φάνηκε σήμερα ότι το ίδιο περιεχόμενο δεν επαρκούσε ώστε να τροφοδοτήσει την επιστήμη.
Ό,τι η μεγαλοϊδεατική λαογραφία ονόμαζε "λαός", σήμερα μπορεί να ονομαστεί με όρους που τον αξιολογούν ως έννοια οικονομικής, δημογραφικής, κοινωνικής, συνολικής ιστορικής σημασίας.
H κοινωνία είναι η αστική και η αγροτική, της πόλης και της υπαίθρου, είναι οι πληθυσμοί, οι ομάδες. H καθημερινότητα και ο πληθυσμός, οι συμπεριφορές και οι νοοτροπίες, αποτελούν τον εννοιολογικό εξοπλισμό της μοντέρνας λαογραφίας. Eίναι αλήθεια ότι ο λόγος της ταυτότητας κράτησε ένα μεγάλο μέρος λαογράφων στους κόλπους της παράδοσης, ενώ ο φόβος της αμφισβήτησης και της αναίρεσης έθετε το αίτημα της αναπαραγωγής της ιδεολογίας της σε διαρκή ισχύ και εφαρμογή. H κριτική είχε εισχωρήσει στον κόσμο της λαογραφίας, αλλά αυτό που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ σ\' αυτή, ήταν το ζήτημα της μεθοδολογίας και η κατάθεση μιας προβληματικής. Tο ζήτημα της προβληματικής όπως έχει ήδη επισημανθεί, το έθεσαν και το εξειδίκευσαν πρώτοι οι ιστορικοί και στην ευρωπαϊκή επιστήμη και στην ελληνική ιστοριογραφία και σηματοδότησαν μία από τις σημαντικότερες κατακτήσεις στην ιστορία της ιστορίας
.
O όρος λαογραφία στάθηκε συχνά δεσμευτικός για την εξέλιξη της επιστήμης. Όσο οι ευρωπαϊκές σημάνσεις άλλαζαν με ταχύτητα ανάλογη με τις επιστημονικές κατακτήσεις, τόσο η ελληνική λαογραφία κρατούσε το λόγο της, για να μη διαφοροποιηθεί ποτέ από την οπτική της αρχικής εκκίνησής της, που την καθιέρωσε έμμεσα ως επιστήμη του ανθρώπου και άμεσα ως εθνική επιστήμη του "λαϊκού πολιτισμού". H αναγκαιότητα της υπέρβασης της παραδοσιακής μεθοδολογίας και της οπτικής εκείνης που συνδέθηκε με την παρωχημένη ιδεολογία, δημιούργησε μια ανάλογη με τη σημασία του ζητήματος συζήτηση μεταξύ των λαογράφων της Eλλάδας, όπως και μεταξύ των ανθρωπολόγων και των ιστορικών του ευρύτερου χώρου, της παγκόσμιας αλλά και της ελληνικής ιστοριογραφίας.
Tο ενδιαφέρον εκείνο το οποίο εμφανίστηκε ως αμφισβήτηση του ιδεολογικού χώρου της λαογραφίας και των τρόπων -εμπειρικών κατά κύριο λόγο- που τον υπηρετούσαν, είχε αρχίσει να διαγράφει, όπως είναι γνωστό, από τις αρχές του αιώνα μας, για να κορυφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, στο χώρο της ιστοριογραφίας, τη μεγάλη και πολύχρονη τροχιά μιας, ατέλειωτης ακόμα, συζήτησης, η οποία έθεσε καίρια ζητήματα επιστημονικής σηματοδότησης και ιδεολογικής αναγωγής, γύρω από την έννοια της ιστορικότητας. H συζήτηση απέδωσε πράγματι τις σημαντικές απόψεις οι οποίες και επέφεραν την εξισορρόπηση ανάμεσα στην παραδοσιακή λαογραφία και την ανανέωσή της.
Στις νεότερες μελέτες έχουν αναφανεί οι τάσεις της ανασηματοδότησης του περιεχομένου και των μεθόδων της λαογραφίας και ο προσανατολισμός τους στην ανθρωπολογική διάσταση που συνδέεται με την ιστορικότητα των κοινωνιών: τις ιδιαίτερες σε κάθε ιστορική περίοδο οικονομικές κοινωνικές και πολιτισμικές παραμέτρους της.
Tην εξέλιξή τους την επιβεβαιώνει η διαδρομή κάθε επιστήμης, που είχε αφετηρία την εμπειρική προσέγγιση. Ακολούθησαν οι εξειδικεύσεις ως τη σηματοδότηση του συνολικού· σημείο που αποτελούσε και τον αρχικό στόχο. H σαφής διάκριση μεταξύ συνέχειας και εξέλιξης, αποτέλεσε ειδοποιό διαφορά της παραδοσιακής και της μοντέρνας λαογραφίας. Mε άλλα λόγια, χρειάστηκε να διατυπωθεί η θεωρητική διάκριση για το ζήτημα της περιοδολόγησης της ιστορίας για να αποδίδονται οι έννοιες της εξέλιξης και της οργανικής σχέσης ανάμεσα στις διάρκειες, τις δομές και τις συγκυρίες. Στο πλαίσιο αυτό η ιστορική έρευνα και η ιστοριογραφία μας έδωσαν την εικόνα της υπαίθρου με σαφείς οικονομικές ενδείξεις, με ακριβέστερα χρώματα και δείγματα της κοινωνικής, της πολιτικής και της πολιτισμικής πραγματικότητάς της.
Tο σύνολο των μελετών που άρχισαν να εκπονούνται συνετέλεσαν με τον τρόπο αυτό να γίνει αισθητή και στο χώρο της λαογραφίας η αναγκαιότητα μιας άλλης διερεύνησης του κόσμου της υπαίθρου. Είναι αλήθεια ότι στην παραδοσιακή κοινωνία σημειώθηκαν τόσο αργοί μετασχηματισμοί που οι μνήμες, ο προφορικός λόγος, η αναπαραγωγή των εθίμων και η διάρκεια και η εμμονή στην αναπαραγωγή τους κυρίως, περνούσαν από το φίλτρο της προσωπικής μνήμης του ερευνητή και καθιστούσαν έτσι έγκυρη τη μαρτυρία. Oι νοοτροπίες υπήρξαν μεγάλης διάρκειας πραγματικότητες που δεν έσβηναν ακόμα και μετά το πέρας των συνθηκών που τις είχαν προκαλέσει. Aντίθετα, επέμεναν στην αναπαραγωγή της συνέχειας, σα μια αντίσταση πάντα στο καινούριο που ερχόταν απειλητικά να ταράξει την ισορροπία και την ακινησία των κοινωνιών.
H αντίληψη της ιστορικότητας και η είσοδός της στο χώρο των μεθοδολογικών εργαλείων ανάγνωσης της παραδοσιακής κοινωνίας που συμβάλλει στην ενσυνείδηση της ιστορικότητας των παραδοσιακών κοινωνιών, επέφερε ποιοτική μεταβολή και έριξε άπλετο φως στις διαδικασίες και στις αθέατες πτυχές των κοινωνιών, ώστε ως ένα βαθμό να είναι χρήσιμη για την εκ νέου ανάγνωση των κοινωνιών και της παραδοσιακής λαογραφίας. Στην έννοια της ιστορικότητας συναντώνται η λαογραφία, η ανθρωπολογία και η ιστορία. Oι διαστάσεις της ιστορικότητας μιας κοινωνίας σηματοδοτούνται με σαφήνεια από την έννοια της εξέλιξης. Tης εξέλιξης με τη σημασία της ιστορικής ροής, η οποία δεν έχει καμία σχέση με τη θεώρηση του χρόνου και των ιστορικών περιόδων, όπως αυτές τις σημασιοδότησε η γνώριμη στην ανθρωπολογική επιστήμη, εξελικτική θεωρία· της εξέλιξης η οποία εκλαμβάνεται ως απόρροια και συνισταμένη προϋποθέσεων, συνθηκών ή συγκυριών, προϊόν της συνάντησης των τριών διαρκειών στις οποίες εξυφαίνονται τα φαινόμενα, με την ενυπάρχουσα έννοια της αιτιότητας ανάμεσα στη διάρθρωσή τους, η οποία και καθορίζει το ποιοτικό μέγεθος της νέας πραγματικότητας.
H ιστορικότητα ως "ενσυνείδηση" της εξέλιξης, αποτελεί έννοια προσπελάσιμη με τις βιωμένες εμπειρίες, τις οικονομικές και κοινωνικές συμπεριφορές και την εθιμική επανάληψη και αναπαραγωγή που συνιστά την παρακαταθήκη της παράδοσης, του ιστορικού βίου, στο χώρο και στο χρόνο. Αυτή εκφράζεται στις οικονομικές και κοινωνικές συμπεριφορές των κοινωνιών, στα γεγονότα των μεγάλων και των μικρών διαρκειών και στην ανθρώπινη παρουσία και παραγωγή, στην αναπαραγωγή του κοινωνικού, του πολιτισμικού, του ιδεολογικού. H έννοια της ιστορικότητας αποσαφηνίζει τους ρυθμούς και τις διάρκειες των φαινομένων οριοθετώντας χρονικά και ερμηνεύοντας με βάση τα ιστορικά γεγονότα. O χώρος για το μελετητή είναι το πεδίο στο οποίο δομές, συνέχειες και ασυνέχειες, μετασχηματισμοί και μεταβάσεις διαρκούν και καταγράφονται, δημιουργώντας ταυτόχρονα την ιστορία της εξέλιξης και της μετάβασης των κοινωνιών καταγράφοντας ταυτόχρονα και την ιστορία της επιστήμης, δηλαδή τη μετάβαση και την αναγωγή από τον προσδιορισμό του οικονομικού, στον προσδιορισμό της ιστορικότητας.
Tην ολοκληρωμένη αντίληψη της ιστορικότητας εισήγαγαν οι ιστορικοί εκείνοι που ουσιαστικά επεξεργάστηκαν την ανθρωπολογική διάσταση της ιστορίας, για να προχωρήσουν στην αναθεώρηση του πεδίου της ιστορίας και της ανθρωπολογίας, ανασηματοδοτώντας τα φαινόμενα με πληρότητα και με το μικρότερο ποσοστό της αοριστίας και του ιστορικού λάθους. H ίδια η ιστορική κατάδυση συμβάλλει στην εννοιολογική αποσαφήνιση των φαινομένων μέσα στις συνθήκες που τα γέννησαν και τα εξέθρεψαν. Tο αίτημα που προβάλλεται είναι να δημιουργηθεί η ιστορική "ενσυνείδηση" φαινομένων τα οποία αποτελούσαν αντικείμενο της παραδοσιακής λαογραφίας ή της εθνολογίας, χωρίς εκείνους τους κανόνες κατάταξης που επέβαλε η δομική θεώρηση με την απροσδιοριστία του μεγάλου χρόνου της παρουσίας τους, αλλά με τον χρονικό προσδιορισμό στη συνάφεια των συνθηκών της παρουσίας τους και τη διάκριση του κοινωνικού χρόνου των διαρκειών που εισήγαγε η μοντέρνα ιστοριογραφία.
H βιωμένη ιστορία καταχωρήθηκε σύμφωνα με τον εθιμικό της χαρακτήρα, που περιείχε τον εποχικό χρόνο και σύμφωνα με το χαρακτήρα των ηθών, ως υλική και πνευματική ζωή του λαού. Συνδέθηκε με τη μνήμη και με τη γραπτή παράδοση. Eθιμική, προφορική ή γραπτή, η ίδια μνήμη αποτελεί την πρώτη ύλη του ιστορικού. Σ\' αυτή τη βιωμένη ιστορία αναζητήθηκε η "αντικειμενικότητα" μιας ιστορίας με την πίστη ότι υπάρχει μια "αλήθεια" ιστοριών. H συλλογική συνείδηση της βιωμένης ιστορίας διαμορφώνεται μέσα από τη σχέση Παρελθόν / Παρόν και την αντιπαράθεση των ιδεών. Aυτή τη συλλογική συνείδηση της βιωμένης ιστορίας η ελληνική παιδεία την έλαβε σε μεγάλο βαθμό μέσω της λαογραφίας.
Aυτή την ίδια ο J. Le Goff υποστηρίζει ως σταθερή προοπτική της ιστοριογραφίας η οποία συνδέεται με την αντικειμενική ιστορία. Eίναι γεγονός ότι η διάκριση του χρόνου ως προβληματική της ιστορικότητας, ήρθε να προσθέσει στην αντίληψη της αδιάκοπης ελληνικής συνέχειας τη διάσταση της συγκυρίας και της διάρκειας. Yποκατέστησε την ιδεολογική χρήση της πρώτης (κατά τη λειτουργία της στην κοίτη και διά μέσου της λαογραφίας) και την παραδοσιακή λογική και τη μεθοδολογία της εμπειρικής καταγραφής. Στάθηκε σημαντική για την είσοδο της προβληματικής στην ελληνική λαογραφία και για τη λειτουργία της ιστορικότητας: εκείνης του λαϊκού πολιτισμού που ανασηματοδοτείται ως ιστορικότητα του πολιτισμού της παραδοσιακής κοινωνίας, προϊόν των οικονομικών (γεωγραφικών και δημογραφικών), των κοινωνικών και των ιστορικών συνολικά παραμέτρων. Πρόκειται για το σχήμα μιας θεωρίας που αγγίζει τη σφαίρα του οικονομικού, του κοινωνικού και του πολιτισμικού, συνολικά και ταυτόχρονα ως πρόβλημα, περιεχόμενο και μέθοδο, για να αναγνωσθεί, να αναλυθεί και να ερμηνευθεί μια πνευματική πραγματικότητα που εκτυλίσσεται στο χρόνο.
Aνάμεσα στην ιστορία την οποία βιώνουν οι άνθρωποι και ο J. Le Goff ονομάζει "αντικειμενική ιστορία" και στην "επιστήμη της ιστορίας" την οποία εφαρμόζουν οι ιστορικοί για να χτίσουν την προηγούμενη βιωμένη ιστορία, υπάρχει η πρόθεση της λαογραφίας να "γράψει" αυτή τη συνειδητά επιλεγμένη ιστορία που αφορά τη μεγάλη συνέχεια του ιστορικού βίου της ελληνικής πραγματικότητας, τούτη τη φορά ως διάρκεια των φαινομένων που τη συγκροτούν. Tην αντίληψη της ιστορικότητας ως αναγωγή από τη μεγάλη συνέχεια στη μεγάλη διάρκεια θέλει να αναδείξει η λαογραφία που "ανθρωπολογεί" χωρίς το φόβο της απλούστευσης και της γενίκευσης και ο ισχυρισμός αυτός αντανακλά και αποδίδει μια άλλη κλίμακα σκέψης, μια άλλη κλίμακα σχέσεων.
Kατά συνέπεια, η συνεργασία της ιστορίας με τη λαογραφία είχε εισέλθει σε μια νέα περίοδο συνεργασίας τόσο των μεθοδολογιών όσο και του διαλόγου επί της θεματογραφίας: της εθιμικής ζωής με την ιστορικότητα, της παράδοσης με την ιδεολογία, του λαϊκού πολιτισμού με την συγκρότηση του αγροτικού και αστικού κόσμου.
Έτσι, η μελέτη του πολιτισμού της νεοελληνικής κοινωνίας εισέρχεται σήμερα σε μια άλλη περίοδο προσεγγίσεων, που αξιοδοτεί τις διαστάσεις της οικονομικής ιστορίας για να φωτίσει τη συνολική εμφάνιση των εκφράσεων του λαϊκού πολιτισμού. Iδιαίτερα στο ζήτημα των τεχνών και των τεχνικών, η μελέτη των οποίων θα ρίξει φως στις διαδικασίες της παραγωγής και της διάδοσής τους, ανοίγεται ένας καινούριος χώρος έρευνας για την ερμηνεία της παραδοσιακής κοινωνίας και την ανάδειξη του πολιτισμού της.
Το ζήτημα των εργαστηρίων και της βιοτεχνίας πρέπει να συνεξεταστούν σε μια προσπάθεια ανεύρεσης των πυρήνων παραγωγής, του κύκλου και του δικτύου της διάδοσης των προϊόντων και να αποδοθούν οι διαστάσεις ενός φαινομένου που συνδέθηκε με το εμπόριο και με το χαρακτήρα των κοινωνιών που το παρήγε αλλά και εκείνων που το χρησιμοποίησαν και αναπαρήγαγαν ένα νέο μοντέλο στον τόπο τους.
Η διάσωση των αντικειμένων στα μουσεία συνδέεται με την αναγνώριση της σημασίας που αποκτούν στη διάρκεια της χρήσης τους. Η ένταξή τους στην ιστορία των τεχνικών τροφοδοτεί μια διαρκή μουσειολογική εγγραφή.
Γενική Bιλιογραφία
Aries, Ph. Le temps de l’ histoire. Paris, Seuil, 19822. (19541).
Aymard, M., The "Annales" and french bibliography in The Journal of European economic History I, 1972, 491 - 51.
Bibliothèque des Sciences Humaines, Gallimard, Paris 1990 (Th. Kuhn, La tension essentielle. Tradition du changement dans les sciences· 1977, Durand, G., Science de l’ homme et tradition: le nouvel esprit anthropologique. Paris 1975).
Bloch, M., Les caractères originaux de l’ histoire rurale française. Paris 1931.
Boureau, A., Propositions pour une restreinte histoire des mentalités. Annales E.S.C 1989, 6, 1491.
Guy Bourdé - Hervé Martin, Les Ecoles historiques. Ed. du Seuil, 1983
Burguière, A., 1979. Histoire d’ une histoire: naissance des Annales, Annales E.S. C., 1979.
__, La notion de mentalités chez Marc Bloch et Lucien Febvre: deux conceptions, deux filiations, Revue de Synthèse, no 111 -112. 1983.
__,Dictionnaire des Sciences historiques Paris, PUF. 1986.
__, L’ anthropologie historique, in J. Le Goff, Nouvelle Histoire, p.42.
__, Histoire de la famille, Arman Collin 1986 I,11.
Braudel. F., Mελέτες για την Iστορία, Mνήμων 1986.
__, La dynamique du capitalisme, ed. Artaud 1989.
__, Une leçon d’ histoire. Châteauvallon / octobre 1985 ed. Arthaud - Flammarion
__, Lire Braudel, ouvrage collectif, ed. La Découverte, Paris 1988
Chartier, R., Le monde comme représentation Annales E. S. C 1989, 6, .1505
Chaunu, P., La durée, l’ espace et l’ homme à l’ époque moderne (introduction) in Histoire, Science Sociale. pp. Société d’ édition d’ enseignèment supérieur· Paris 1974.
__, La succession des systèmes de civilisation in Histoire Science Sociale, 99 - 133
__ L’ histoire géographique in Revue de l’ enseignement superieur, 1969 44-45, 67- 77.
--- .Histoire quantitative, histoire serielle. Cahier des Annales, no 37.
Haddon, A. C., History of Anthropology, Londres 1910
Herkovich, M., Les bases de l’ Anthropologie Culturelle, Payot, Paris, 1972
Histoire des techniques. éncyclopedie de la Pleiade, Gallimard, 1978.
Histoire et Sciences Sociales Annales ESC 1986 (Klapisch, W. Kula, A. Bourgiere, F.Lautman, J. Dupaquier, P. Bourdieu).
Histoire et Sciences Sociales· Un tournant critique. Annales ESC 1988, Annales ESC 1989, no 6
Histoire et ses méthodes, Encyclopédie de la Pleiade, 1978
Jockel, S., Histoire des sciences et Méntalités. Revue de Synthèse, no 111-112. J.- d.1983
Kula, W., Reflections sur l’ histoire, Varsovie. 1958
__, L’ acte historique et son sujet, numero special de MI - Dit, Cahiers méridiionaux de psychanalyse, no 0 - 11. 1985.
Kυριακίδης, Στ., Eλληνική λαογραφία. Mέρος A. Mνημεία του λόγου Aθήνα 1922, 1,1965, 2.
Kυριακίδου-Nέστορος, A., Λαογραφία και ανθρωπιστικές σπουδές, Θεσσαλονίκη 1981
__ H θεωρία της Eλληνικής Λαογραφίας. Kριτική ανάλυση, (Eταιρεία σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας, Σχολή Mωραΐτη), Aθήνα 19773
Le Gof, J., Travail, techniques et artisans dans les systemes de valeurs du Haut Moyen-Age (v-X s.), στο Economia et Storia, Rivista Italiana di storia economica e sociale, Milano, aprile 1961, 239-266.
__, L’ imaginaire médieval. Paris 1985, 333 -349.
__, Histoire et mémoire, follio, Gallimard 1977¹ 1988
__, Les intellectuels au Moyen - Age. Ed. du Seuil, 1985
Legrant d’ Aussy, Histoire du concept, in L’ Anthropologie Historique, σ.38.
A. Leroi-Gourhan, A., (1943-1945), Evolution et Technique, a) L’homme et la metiére b) Milieu et techniques, A. Michel, Paris 1971-1973
__, Le geste et la parole a) Technique et langage b) La memoire et les rythmes. A. Michel, Paris 1964-65.
__, Ethnologie évolutive ou etho-histoire, στο Ethnologie et Histoire, Paris 1975,11-13)
Leroi-Ladurie, Em., Le Territoire de l’ historien I, II.
__ Le prototype d’ une histoire structurale, d’ histoire immobile
Les idées de l’ Anthropologie: Philippe Descola, G. Lenclud, C. Severi, Anne- Chr. Tylor, Arman Colin Paris 1988.
Levi, Giovanni, Le pouvoir au village, Gallimard 1985
Levi - Strauss, Cl., Anthropologie Structurale. Plon, I 1958, II 1971.
__, Les structures élementaires de la parenté. Plon 1974.
__, Aνάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, Θεμέλιο 1982
Tοπόλσκι, Γιέρζι, Προβλήματα Iστορίας και Iστορικής Mεθοδολογίας. Θεμέλιο, 1983.
Varagnac, A., Techniques et Echanges en proto-histoire et dans l’ Antiquité: W.Walbance, The decline of the Roman Empire In the West London 1946: Annalles ESC XI (1951) 350-354
__ Les traditions populaires, PUF que-sais-je? , Paris
Veyne, P., L’ inventaire des differences. Paris Seuil.1976
Vovelle, M., Ideologies et Mentalités. Editions de la découverte, Paris 1985
Wallerstein, Imm., The Capitalist World-Economy, (Cambridge Univ. Press-Maison des Sciences de l’Homme), Cambridge 1980 και Wallerstein, Imm., O Kαπιταλισμός. Gudenberg 1989.
Zonabed, F., La mémoire longque. Temps et histoire, au village. Paris PUF.1980.