Αναζήτηση
Προχωρημένη Αναζήτηση
 
  ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΟΡΟΥ  
  ΣΚΟΠΟΙ- ΔΡΑΣΕΙΣ
  ΔΙΟΙΚΗΣΗ
  ΕΠΙΤΙΜΑ ΜΕΛΗ - ΕΦΟΡΟΙ -ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ
  ΣΥΜΠΟΣΙΑ ΓΙΑ TH ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ  
  ΣΥΜΠΟΣΙΑ
  ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ & ΕΡΓΑΣΙΕΣ  
  ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ
  ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΡΕΒΕΖΗΣ  
  H ΜΟΥΣΙΚΟΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΡΕΒΕΖΗΣ
  ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «COSMO ECHO - ΣΥΝΗΧΗΣΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΤΗΣ ΓΗΣ»  
  «COSMO ECHO» - GREECE 2007
  ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΧΟΡΟΥ «COSMO DANCE»  
  ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΧΟΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
  ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ, ΠΟΛΙΤΙΚΟ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΞΥΛΟΥΡΗ  
     
        Το άρθρο που ακολουθεί αποτελεί μια λαογραφική, κοινωνιολογική και μουσικολογική προσέγγιση του Νίκου Ξυλούρη ως καλλιτέχνη και είναι μέρος από την εισήγηση, με θέμα «Το μουσικό, πολιτικό και κοινωνικό πρόσωπο του Νίκου Ξυλούρη», στο πλαίσιο του αφιερώματος της Ένωσης Κρητών Αγ. Αναργύρων στον «Αρχάγγελο της Κρήτης», στις 5 Νοεμβρίου 2005. Η εισήγηση συνοδεύτηκε από πλούσιο οπτικο-ακουστικό υλικό από το αρχείο της ΕΡΤ και τα προσωπικά αρχεία του εκδότη Περικλή Κατσούγκρη και της γράφουσας



*Aπαγορεύεται η μερική ή ολόκληρη αναδημοσίευση άρθρων και κειμένων χωρίς την γραπτή έγκριση του ΑΡΧΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΟΡΟΥ
 
     
 
 
ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ, ΠΟΛΙΤΙΚΟ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΞΥΛΟΥΡΗ
Της  Ρενάτας Δαλιανούδη,  Δρ Εθνομουσικολογίας Παν/μίου Αθηνών, Παραγωγού Ε.ΡΑ3.

 
      Το άρθρο που ακολουθεί αποτελεί μια λαογραφική, κοινωνιολογική και μουσικολογική προσέγγιση του Νίκου Ξυλούρη ως καλλιτέχνη και είναι μέρος από την εισήγηση, με θέμα «Το μουσικό, πολιτικό και κοινωνικό πρόσωπο του Νίκου Ξυλούρη», στο πλαίσιο του αφιερώματος της Ένωσης Κρητών Αγ. Αναργύρων στον «Αρχάγγελο της Κρήτης», στις 5 Νοεμβρίου 2005. Η εισήγηση συνοδεύτηκε από πλούσιο οπτικο-ακουστικό υλικό από το αρχείο της ΕΡΤ και τα προσωπικά αρχεία του εκδότη Περικλή Κατσούγκρη και της γράφουσας.
Σκοπός του άρθρου αυτού δεν είναι η αποτίμηση της καλλιτεχνικής, δραστηριότητας του Νίκου Ξυλούρη (κι αυτό γιατί θα ήταν πρακτικά ανέφικτο και κατ’ ουσίαν άδικο μέσα σε τόσο λίγο χρόνο και χώρο να αποτιμηθεί η προσφορά ενός καλλιτέχνη), αλλά μια προσπάθεια παρουσίασης των σημαντικότερων γεγονότων στη μουσική του πορεία, που σηματοδότησαν μια συγκεκριμένη εποχή τόσο σε μουσικό όσο και σε πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο.
Ο Ν.Ξ. γεννημένος στα Ανώγεια του Ν. Ρεθύμνης στις 7 Ιουλίου του 1936, έδειξε από πολύ μικρός την κλίση του για την μουσική. Στην αρχή ξεκίνησε παίζοντας μαντολίνο και μόλις άκουσε τον Λεωνίδα Κλάδο, έναν φημισμένο λυράρη της εποχής, θέλησε να διδαχθεί απ’ αυτόν τα μυστικά της τέχνης της λύρας και να μιμηθεί ή να «κλέψει» -όπως είθισται να λένε οι βιωματικοί παραδοσιακοί μουσικοί της Κρήτης- την τεχνική των παλαιότερων, για να γίνει κι εκείνος άξιος μουσικός.[1] Πράγματι, ήδη σε ηλικία 12 ετών, έχοντας σταματήσει το σχολείο, βρίσκεται δίπλα στο λυράρη και δάσκαλό του Λεωνίδα Κλάδο, παίζοντας σε κάθε κοινωνική εκδήλωση όπου η μουσική πρωταγωνιστούσε: σε πανηγύρια, γάμους, βαφτίσια και γιορτές.... Το 1953, σε ηλικία 16 ετών, ο Ν.Ξ. –παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του- εγκαθίσταται στο Ηράκλειο, όπου δουλεύει στο κέντρο «Κάστρο». Εκεί, στην πόλη του Ηρακλείου, ο νεαρός τραγουδιστής και λυράρης, αντιμετωπίζει μιαν άλλη πραγματικότητα: οι ντόπιοι αστοί διασκεδάζουν περισσότερο με ευρωπαϊκούς κι αμερικάνικους χορούς, παρά με τους τοπικούς της Κρήτης, τους οποίους –σημειωτέον- σνομπάρουν ενίοτε.... Έτσι, ο νεαρός Ν.Ξ. αναγκάζεται να μάθει και το ξένο ρεπερτόριο, το οποίο ήταν της μόδας, αφενός για να βγάλει τα προς το ζην, αφετέρου για να του δοθεί η ευκαιρία, ανάμεσα στις ρούμπες, τα βαλς & τα τανγκό να συμπεριλάβει και τ’ αγαπημένα του παραδοσιακά κρητικά τραγούδια, όπως ο ίδιος ομολογεί σε αρκετές συνεντεύξεις του....
Σε μια, μάλιστα, από αυτές, το 1974, ο Ν.Ξ. αναφέρει χαρακτηριστικά ότι αγωνίστηκε να βάλει την κρητική μουσική στα κέντρα διασκεδάσεως όπου δούλευε. Η αναφορά του στο παρελθόν, όταν ακόμα ήταν στην Κρήτη κι έπαιζε ως λυράρης στα σχόλια και τις γιορτές, δείχνει ότι αναπολεί τις πιο ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, όχι με την έννοια της σωματικής κόπωσης (γιατί όπως οι παλαιότεροι θα θυμούνται ένα γλέντι μπορούσε να κρατήσει 3 και 4 μέρες), αλλά με την έννοια της δυνατότητας επιλογής για το πότε και πού θα δουλέψει. Οι φράσεις του: «εγώ ξέρω ότι είμαι κρητικός τραγουδιστής» κι ότι «δεν ξέρω να μιλώ πρωτευουσιάνικα. Τα κρητικά τα ’χω μέσα μου!», δε θα πρέπει να περάσουν απαρατήρητες γιατί μαρτυρούν ότι ποτέ δεν έχασε και δεν ξέχασε την κρητική του ταυτότητα και συνείδηση.
Τον Μάιο του 1958, ο Ν.Ξ. κλέβεται με την αγαπημένη του Ουρανία Μπελαμπιανάκη -συνηθισμένο φαινόμενο για τα παλληκάρια της Κρήτης- με την οποία θ’ αποκτήσουν αργότερα τον Γιώργη και τη Ρηνιώ. Την ίδια χρονιά, το 1958, έρχεται και η 1η δισκογραφική επιτυχία του Ν.Ξ. με τον δίσκο «Μια μαυροφόρα που περνά» ή «η Κρητικοπούλα». Επιτυχία όχι μόνο εμπορική αλλά και καλλιτεχνική, αφού με το δίσκο αυτό αρχίζει να διαγράφεται για τον -μόλις 22 ετών- Ν.Ξ. μια τροχιά προς την ευρύτερη αναγνώριση κι επιτυχία.
           
Από κει και μετά και για αρκετά χρόνια, ο Ν.Ξ. ξεκινά μια σειρά ηχογραφήσεων κρητικών τραγουδιών σε δίσκους 45 στροφών, ανεβο-κατεβαίνοντας από το Ηράκλειο (όπου ζούσε και συνεχιζόταν να ποτίζεται με την κρητική παράδοση), στην Αθήνα.
Σε κάποιο από τα σημειώματά του ο Γιώργης Αεράκης[2] από τα Ανώγεια και μόνιμος κάτοικος Λουξεμβούργου, Πρόεδρος του Συλλόγου Κρητών στο Λουξεμβούργο, αναφέρει ότι στο καφενείο του Κίμωνα Μανουρά, στο λεγόμενο «Καμαράκι», σύχναζαν τη δεκαετία του ’60 οι γνωστοί μουσικοί της εποχής: ήτοι ο Σκορδαλός και ο Μουντάκης, αλλά και ανερχόμενοι τότε καλλιτέχνες όπως τα αδέλφια Νίκος, Αντώνης και Γιάννης Ξυλούρης, ο Βασίλης Σκουλάς, ο Στέλιος Αεράκης, ο Δερμιτζογιάννης, ο Μαρκογιαννάκης κ.ά.. Το μουσικό αυτό στέκι ήταν ένα είδος συνάντησης γνωστών, φίλων και συναδέλφων, αλλά και «εκπαίδευσης»,[3] κι αυτό γιατί οι νεότεροι είχαν την ευκαιρία ν’ ακούσουν τους παλαιότερους καλλιτέχνες να παίζουν για το κέφι της παρέας τους, όταν το καφενείο άδειαζε κι έμεναν οι πιο μερακλήδες..... Την ίδια εποχή, όταν έκλεινε το καφενείο, η παρέα των Ανωγειανών έπαιρνε τους δρόμους τραγουδώντας καντάδες και εξαπλώνοντας με αυτόν τον τρόπο και στο νομό Ηρακλείου το χρώμα της ανωγειανής μουσικής. Ένα χρώμα, με το οποίο συνδέθηκε έντονα η ερμηνεία του Ν.Ξ....
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της ανωγειανής ερμηνείας του Ν.Ξ. είναι τα δύο ερωτικά τραγούδια: «ο αργαλειός» και «το ξεροστεριανό νερό». Παρότι «ο αργαλειός» θεωρείται παλιό κρητικό τραγούδι, παρατηρεί κανείς ότι δεν έχει κρητικό ρυθμό, αλλά παίζεται στον πιο χαρακτηριστικό ρυθμό της ευρύτερης δημοτικής μας παράδοσης: τον καλαματιανό.  Και μάλιστα όχι με τα χαρακτηριστικά κρητικά όργανα, όπως τη λύρα, το βιολί και το λαγούτο, αλλά με σαντούρια και βιολιά, τα λεγόμενα «σαντουρόβιολα», τα οποία χρησιμοποιούνταν κατ’ εξοχήν για την απόδοση της ελληνικής δημοτικής μουσικής στα νησιά του Αιγαίου και τα παράλια της Μ. Ασίας. Το γεγονός αυτό δείχνει αφενός το δανεισμό και την αφομοίωση ρυθμικών, μελωδικών και ενορχηστρωτικών στοιχείων από την ευρύτερη ελληνική παράδοση σε επιμέρους τοπικές παραδόσεις (κάτι που αποδεικνύει τελικά την άλλη όψη μιας ενιαίας ελληνικής μουσικής παράδοσης), αφετέρου την άνεση του Ν.Ξ., ως καλλιτέχνη, να υιοθετεί και να ερμηνεύει και άλλες μουσικές «ντοπιολαλιές», πέραν της κρητικής. Το 2ο τραγούδι είναι ένας κρητικός σκοπός στο ρυθμό του συρτού, με ερωτικές μαντινάδες, δηλ. ερωτικά δίστιχα, με τίτλο «το ξεροστεριανό νερό», όπου εκεί ακούμε την τυπική ρεθυμνιώτικη ζυγιά δηλ. τη λύρα και το λαγούτο να συνοδεύουν το τραγούδι του Ν.Ξ.
 
Το 1966 είναι μια σημαντική χρονολογία τόσο για την Ελλάδα όσο και για τον ίδιο τον Ξυλούρη: στο διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, ο Ν.Ξ. κερδίζει το 1ο βραβείο και μαζί μ’ αυτό τις καρδιές όλων των Ελλήνων. Ο δρόμος για την μετέπειτα ανοδική –γεμάτη αναγνώριση και δόξα- πορεία του Ν.Ξ. ήδη έχει ανοίξει. Ξεκινά μια συνεργασία με το πρώτο οικογενειακό κέντρο κρητικής μουσικής στο Ηράκλειο, «Ερωτόκριτος». Η εξαιρετική επιτυχία του συγκροτήματος του Ν.Ξ., το οποίο αποτελούνταν από τον ίδιο (ως πριμαδόρο στη λύρα και το τραγούδι) και τους: Γιάννη Ξυλούρη, Γιάννη Σταυρακάκη και Στέλιο Αεράκη, ως πασαδόρους,[4] έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη όλων των Κρητών θαμώνων. Η επιτυχία, όμως, αυτή έχει και δύο θετικές συνέπειες: μια κοινωνική, η οποία αναγνωρίζεται στο γεγονός ότι τονώνεται όλο και περισσότερο το αίσθημα της εντοπιότητας: ο Ν.Ξ. ως σύμβολο πλέον της κρητικής παράδοσης, γίνεται πόλος έλξης για όλους τους Κρήτες, από όλες τις περιοχές και από όλα τα χωριά, οι οποίοι κουβαλώντας μέσα τους το μεράκι και το χρώμα της ιδιαίτερης γενέτειράς τους, επιθυμούν να το αναπαράγουν, και μέσα από αυτό να εκφραστούν, στο νέο τόπο διαμονής τους, δηλ. στην πόλη του Ηρακλείου.
Η άλλη θετική συνέπεια αφορά τη μουσική και αναγνωρίζεται στο γεγονός ότι με αυτήν την τάση αναζωπυρώνεται η κρητική μουσική παράδοση και από συμπληρωματικός θα γίνει ο κύριος πλέον τρόπος διασκέδασης....
 
Αφού διανύσει ο Ν.Ξ. περίπου 3 χρόνια παίζοντας και τραγουδώντας με μεγάλη επιτυχία σε κρητικά κέντρα διασκέδασης, το 1969, είναι η χρονιά που εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα με την οικογένειά του. Λίγο νωρίτερα, στις αρχές του ίδιου χρόνου, ο Ν.Ξ. ηχογραφεί με τη στεντόρεια φωνή του και τη μελίφθογγη λύρα του την «Ανυφαντού», ένα τραγούδι που συνδυάζει μελωδικά στοιχεία κοντυλιάς και ρυθμικά στοιχεία σούστας και πηδηχτού, του οποίου, όμως, η απήχηση ξεπερνά τα στενά όρια της παραδοσιακής δισκογραφίας και της τοπικής παράδοσης....
Τότε τον άκουσε ο διευθυντής της Κολούμπια, Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος -σύμφωνα και με τις μαρτυρίες της κας Ουρανίας Ξυλούρη- του πρότεινε να περάσει από το κρητικό στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι. Αποτέλεσμα αυτής της γνωριμίας είναι ένα συμβόλαιο συνεργασίας με την COLUMBIA και ο πρώτος μεγάλος προσωπικός δίσκος του Ν.Ξ. με τίτλο Ψαρονίκος - Κρητικά Τραγούδια, όπου περιλαμβάνονται παλαιότερες επιτυχίες του από 45άρια με παραδοσιακά τραγούδια της λεβεντογέννας Κρήτης.
 
Την ίδια εποχή, το 1969, ο Ν.Ξ. δουλεύει στο κέντρο «κονάκι», όπου γνωρίζεται με τον σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό, ο οποίος τον συστήνει, με τη σειρά του, στον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Είναι η εποχή, στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, όπου το πνεύμα, ή μάλλον το κοινωνικό κίνημα «επιστροφή στις ρίζες», βρίσκει στις δημιουργίες του Γιάννη Μαρκόπουλου, τη μουσική του αντιπροσώπευση.
Το μουσικό πλέον αυτό κίνημα υιοθετείται και από άλλους συνθέτες της εποχής και κάνει ολοένα και πιο έντονη την παρουσία του. Πολλοί λόγιοι κι έντεχνοι συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Χρήστος Λεοντής, ο Λίνος Κόκοτος, ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, αλλά και λογοτέχνες, όπως ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Ελευθερίου, συνδυάζουν το λόγιο με το παραδοσιακό στοιχείο. Οι μεν μουσικοί εμπνέονται από τους δημοτικούς ρυθμούς και τις παραδοσιακές μελωδίες, τις οποίες ντύνουν με παραδοσιακά όργανα, συνδυαζόμενα όμως και με όργανα δυτικής ορχήστρας. Οι δε λογοτέχνες (ποιητές, πεζογράφοι, δοκιμιογράφοι) αντλούν θέματα και λέξεις από τη λαϊκή θυμοσοφία και την καθημερινή ζωή και τα εκφράζουν με έναν εκλεπτυσμένο λόγιο τρόπο. Έτσι και στη μουσική, το πιάνο (που είναι κατεξοχήν λόγιο όργανο) συνυπάρχει με τη λύρα και το λαγούτο (όργανα συνδεδεμένα με την παράδοση), επενδύοντας επώνυμη ποίηση με λαϊκές, όμως, ρίζες.
Το τραγούδι «μπήκαν στην πόλη οι οχτροί», (του οποίου οι στίχοι λειτουργούν συμβολικά, μετατρέπεται πλέον σε πολιτικό τραγούδι λόγω των συνθηκών), ερμηνεύτηκε από τον Ν.Ξ. κι ακούστηκε πολύ την εποχή της 7ετίας. Το τραγούδι αυτό είναι ενοργανωμένο με βιολί, λαγούτα, σαντούρι και τύμπανα και είναι ένα παράδειγμα της νέας τάσης συνδυασμού των οργάνων, χαρακτηριστικό της έντεχνης λαϊκής δημιουργίας.
Ο Ν.Ξ. με την βυζαντινή χροιά της φωνής του, την ανάλαφρη κρητική προφορά του και την παραδοσιακότητα της λύρας του γίνεται το σύμβολο του πολιτικού τραγουδιού και κυρίως του παραδοσιακοφανούς έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, το οποίο είναι αποδεκτό από όλες τις κοινωνικές ομάδες, αφού λειτουργεί διττά: 1ον ως μέσο λαϊκής (με την ευρύτερη έννοια) ψυχαγωγίας και συναισθηματικής εκτόνωσης και 2ον ως κοινή έκφραση πολιτικής αντίστασης.
Η γενιά του Πολυτεχνείου, για την οποία τραγουδά ο Ν.Ξ., βλέπει στο πρόσωπο και στην -ανανεωμένη μέσα από τις ίδιες της τις ρίζες- μουσική που τραγουδά, την ανατροπή, την ελπίδα και την αναγέννηση της ίδιας τους της γενιάς.....της ίδιας τους της μοίρας....
Σε όλες τις βιντεοσκοπημένες συναυλίες, όπως αυτές με τον Σταύρο Ξαρχάκο (ο οποίος ήταν ένας από τους συνθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε στενά ο Ν.Ξ.), στο Λυκαβηττό, τη δεκαετία του ’70, αξιοπρόσεχτη είναι τόσο η συρροή και πληθώρα του κόσμου όσο και η προσήλωσή του στην ερμηνεία του Ν.Ξ., ένα ακόμα δείγμα της Πανελλήνιας απήχησής του καλλιτέχνη...
 
Χαρακτηριστικό τραγούδι της γενιάς του Πολυτεχνείου είναι το παραδοσιακό ριζίτικο με τον συμβολικό στίχο «πότε θα κάνει ξαστεριά»,[5] σ’ ενορχήστρωση Γιάννη Μαρκόπουλου, το οποίο στις παλλαϊκές συναυλίες που το τραγουδά ο Ν.Ξ. ακούγεται σαν το παράπονο ολόκληρης της καταπιεσμένης Ρωμιοσύνης, την εποχή της δικτατορίας. Το τραγούδι, σε ό,τι αφορά την ενορχήστρωση, κρατά τον παραδοσιακό του κρητικό χαρακτήρα με τη λύρα, αλλά εμπλουτίζεται με κλαρίνο, τύμπανα και κρουστά....
            Τη δεκαετία του 70, η «ορειχάλκινη και καμπανιστή φωνή»- όπως τη χαρακτήρισαν ο Εθνομουσικολόγος Φοίβος Ανωγειανάκης και ο Μουσικοκριτικός Γιώργος Λεωτσάκος-[6] του κρητικού τροβαδούρου δεν είναι μόνο ταυτόσημη με την κρητική μουσική αλλά και με ένα νέο για την εποχή είδος μουσικής, την έντεχνη λαϊκή μουσική επώνυμων δημιουργών.
Η πλούσια δισκογραφική συνεργασία του Ν.Ξ. με τον Γιάννη Μαρκόπουλο ξεκινά το 1970 με τον κύκλο τραγουδιών Χρονικό, σε στίχους Κ.Χ. Μύρη, (στον οποίο τραγουδά και η Μαρία Δημητριάδη), όπου ανήκουν και τα πολύ γνωστά τραγούδια «1922 – στους χρόνους της καταστροφής», «1950 – καφενείον η Ελλάς»,  «1944 – ήταν ο τόπος μου βράχος και χώματα». Οι διασκευές που κάνει το 1971 ο Γιάννης Μαρκόπουλος στα κρητικά Ριζίτικα, ανάμεσα στα οποία το προαναφερόμενο «πότε θα κάμει ξαστεριά», «αγρίμια και αγριμάκια μου», «ο Διγενής», «μάνα κι να έρθουν οι φίλοι μου», είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ανανεωτικής τάσης της μουσικής μέσα από την ίδια την παράδοση.
Παράλληλα, τον Μάιο του 1971 ο Ν.Ξ. και ο Γιάννης Μαρκόπουλος εμφανίζονται από κοινού στην μπουάτ «Λήδρα», στην Πλάκα, με τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία.
Η δισκογραφική συνεργασία του Ν.Ξ. με τον Γιάννη Μαρκόπουλο συνεχίζεται το 1972 με την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών Ιθαγένεια, επίσης σε στίχους Κ.Χ. Μύρη, με τα γνωστά τραγούδια «γεννήθηκα» και «χίλια μύρια κύματα μακριά από τ’ Αϊβαλί», ενώ το 1973 δισκογραφείται ο κύκλος τραγουδιών Στρατής Θαλασσινός, σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, (όπου εκτός από τον Ν.Ξ. τραγουδούν η Μέμη Σπυράτου και ο Λάκης Χαλκιάς)` κύκλος από τον οποίο αναδείχθηκαν τα χιλιοτραγουδισμένα τραγούδια «ο γυρισμός του ξενιτεμένου» και «ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές».
Όλοι αυτοί οι δίσκοι δίνουν μια νέα πνοή στην παράδοση, αφού εκτός από τον παραδοσιακό στίχο συνδυάζουν παραδοσιακά όργανα μαζί με συμφωνικά, τα οποία συνοδεύουν τη λαϊκή (με την ευρεία έννοια) φωνή του Ν.Ξ. και οι οποίοι (δίσκοι) λειτουργούν επίσης ως έκφραση μιας νέας μουσικής κατάθεσης, αλλά και κοινωνικο-πολιτικής αντίστασης.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η νέα αυτή μουσική γλώσσα κι ερμηνεία αγκαλιάζεται με θέρμη όχι μόνο από το ευρύ κοινό αλλά και από ανθρώπους του πνεύματος, όπως τον αείμνηστο Δάσκαλό μου, Γεώργιο Αμαργιανάκη, Καθηγητή Εθνομουσικολογίας, ο οποίος σ’ ένα άρθρο του,[7] αναφερόμενος στο πνευματικό και κοινωνικό εκείνο κίνημα της δεκαετίας του ’70 «επιστροφή στις ρίζες», χαρακτηρίζει τους κύκλους τραγουδιών του συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου Χρονικό, Ιθαγένεια και Ριζίτικα ως ατράνταχτη απόδειξη μιας «επαναστατικής» προόδου, βασισμένης πάνω σε δοκιμασμένο από το χρόνο παραδοσιακό υλικό, επεξεργασμένο με εξαιρετική ευαισθησία, με τέτοιο τρόπο που αποκαλύπτει τις –αδιάσπαστες από το χρόνο- αξίες του ελληνισμού. Στο ίδιο άρθρο του ο Γ. Αμαργιανάκης γράφει ότι η ώριμη φωνή του Ν.Ξ. συμβάλλει πολύ στην ανάδειξη των εμπνευσμένων από την παράδοση στίχων του Κ.Χ. Μύρη.
Οι διασκευές των ριζίτικων και η ερμηνεία του Ν.Ξ. κάνουν τέτοια εντύπωση και εκτός συνόρων ως κάτι ταυτόχρονα παραδοσιακό και πρωτότυπο μαζί, που ο δίσκος Ριζίτικα βραβεύεται από την Ακαδημία Σαρλ Κρος της Γαλλίας.
 
Η πιο ιστορική, όμως, και υπ’ αυτήν την έννοια η πιο γνωστή μουσική συνεργασία του Ν.Ξ. την εποχή εκείνη, είναι η καίρια συμμετοχή του στο μουσικο-θεατρικό δρώμενο Το μεγάλο μας τσίρκο, που ανεβαίνει το καλοκαίρι του 1973 στο θέατρο Αθήναιον με τεράστια επιτυχία και η οποία συνεχίζεται εξίσου με τεράστια επιτυχία και μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, το χειμώνα της ίδιας σαιζόν, στο θέατρο «Ακροπόλ», σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου και στίχους Ιάκωβου Καμπανέλλη.[8]
Πρόκειται για μια σάτιρα της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, που ξεκινά από το Βυζάντιο, περνά από την επανάσταση του 21, από τα κατοπινά χρόνια του Όθωνα και φτάνει μέχρι τις μέρες εκείνες. Η πολιτική αυτή σάτιρα, όπου εκθειάζονται οι λαϊκές ηρωικές πράξεις, είναι μια λαϊκή θεατρική φόρμα με στοιχεία επιθεώρησης και μπρεχτικού θεάτρου, την οποία δημιούργησε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Είναι η προσπάθεια του ευαισθητο-ποιημένου συγγραφέα Καμπανέλλη και των εξίσου ευαισθητοποιημένων ηθοποιών Κώστα Καζάκου και Τζένης Καρέζη να δώσουν έστω με υπονοούμενα, έστω και με το κλείσιμο του ματιού (όπως χαρακτηριστικά λέει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στο προλογικό του σημείωμα στο δίσκο),[9] το κουράγιο, την ελπίδα ίσως και τη δύναμη για συνέχιση της αντίστασης.... Η επικολυρική μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, στην οποία συναντώνται η παραδοσιακή με τη λαϊκή μουσική και το παραδοσιακοφανές με το πολιτικό τραγούδι, βρίσκει ιδανικό εκφραστή τον -παραδοσιακό από πλευράς πολιτισμικής καταγωγής και λαϊκό από πλευράς απήχησης- Ν.Ξ.. Τα αφηγηματικά μέρη αποδίδουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος, ενώ συμμετέχουν και αρκετοί άλλοι ηθοποιοί που σιγοντάρουν πολλές φορές το τραγούδι του κρητικού βάρδου.
 
Τα μεταπολιτευτικά χρόνια, ο Ν.Ξ. συνεχίζει αφενός τις εμφανίσεις του σε γνωστές μπουάτ της Αθήνας, όπως την «Αρχόντισσα», την «Αποσπερίδα», το «Κύτταρο», αφετέρου τις δισκογραφικές του συνεργασίες και με άλλους επώνυμους δημιουργούς της εποχής, οι οποίοι προβάλλουν επίσης την πνευματική τους αντίσταση και την επιδίωξή τους για καινοτομία μέσα από την τέχνη τους. Έτσι, ηχογραφεί με τον Σταύρο Ξαρχάκο τους δίσκους Διόνυσε, καλοκαίρι μας και Συλλογή (1974), όπου περιλαμβάνονται τα υπέροχα τραγούδια: «γεια σου χαρά σου Βενετιά», στον εύχαρη ρυθμό του καρσιλαμά, «παλικάρι στα Σφακιά» (και τα δύο σε στίχους Νίκου Γκάτσου) και το «ήτανε μια φορά μάτια μου», στον παραδοσιακό ρυθμό του τσάμικου (σε στίχους Κώστα Φέρρη). Άλλες συνεργασίες είναι με τον Χριστόδουλο Χάλαρη στον κύκλο τραγουδιών Τροπικός της Παρθένου & Ακολουθία και η δισκογράφηση των Αντιπολεμικών τραγουδιών του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου.
 
Είναι η εποχή που μετά την εκτόνωση των πολιτικών γεγονότων, την αποκατάσταση της δημοκρατίας, επομένως και την ύφεση της πολιτικής αντίστασης, η έντεχνη λαϊκή μουσική αρχίζει να έχει μια πιο ανεξάρτητη από πολιτικό περιεχόμενο κατεύθυνση. Πολλοί συνθέτες μελοποιούν γνωστούς Έλληνες ποιητές, φτιάχνοντας μουσικές κατ’ ουσίαν λόγιες, που έχουν όμως ευρεία λαϊκή απήχηση. Χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα, ο κύκλος τραγουδιών του Χρήστου Λεοντή Καπνισμένο τσουκάλι, απ’ όπου και οι γνωστές ρυθμικές μπαλάντες «τούτες τις μέρες» και «κόκκινα σημάδια», γραμμένες το 1975, σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, ο «Κύκλος Σεφέρη», με ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο, «οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», σε ποίηση Διονύσιου Σολωμού και μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου (όπου εκτός από τον Ν.Ξ. τραγουδούν ο Ηλίας Κλωναρίδης και ο Λάκης Παπάς), ο κύκλος τραγουδιών Σάλπισμα, σε μουσική Λουκά Θάνου, απ’ όπου γίνεται πολύ αγαπητή η πάντα επίκαιρη «μπαλάντα του κυρ-Μέντιου», σε ποίηση Κώστα Βάρναλη και η μελαγχολική μπαλάντα «πόνοι της Παναγίας», επίσης σε ποίηση Κώστα Βάρναλη.
Να σημειωθεί, επίσης, ότι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο πολλοί έντεχνοι λαϊκοί συνθέτες επιλέγουν τον Ν.Ξ. ως ερμηνευτή των τραγουδιών τους είναι αυτό που είπε χαρακτηριστικά ο Χρήστος Λεοντής για τη φωνή του Ν.Ξ. ότι: «είναι μοναδική κι έχει το χάρισμα της επικοινωνίας»....
 
Επειδή, όμως, ο Ψαρονίκος (όπως είναι το παρανόμι του Ν.Ξ. στην Κρήτη), δεν ξεχνά ποτέ την κρητική του καταγωγή, επανέρχεται, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, στα παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας του, όπως το «Φιλεντέμ», τον «πραματευτή», το «μεσοπέλαγα αρμενίζω», αναζωπυρώνοντας έτσι και πάλι το ενδιαφέρον των απανταχού οπαδών του για την κρητική μουσική παράδοση. Μαζί, όμως με τα παραδοσιακά κρητικά τραγούδια, κάνει μια στροφή και προς το αμιγώς λαϊκό τραγούδι. Πιο συγκεκριμένα, το 1976 στο δίσκο Ερωτικά, ο Ν.Ξ. –μαζί με τα κρητικά - ερμηνεύει και αμιγώς λαϊκά τραγούδια, όπως αυτά του Στέλιου Βαμβακάρη και άλλων πιο σύγχρονων λαϊκών συνθετών. Η γάργαρη φωνή του με τον βυζαντινό απόηχο που φέρει μέσα της, ταιριάζει απόλυτα και μ’ αυτό το είδος μουσικής. Η επιτυχία του κι εδώ είναι μεγάλη και οφείλεται –κατά τη γνώμη μου- στην ειλικρίνεια του καλλιτέχνη να ερμηνεύει με το δικό του προσωπικό τρόπο παραδοσιακά κρητικά, καθώς και λαϊκά τραγούδια, χωρίς να αντιγράφει ή να μιμείται με στείρο τρόπο παλαιότερους ή σύγχρονους συναδέλφους του.
 
Δυστυχώς, ο κρητικός τροβαδούρος φεύγει στις 8 Φεβρουαρίου του 1980, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό, γιατί πέρα από αγαπητός τραγουδιστής και λυράρης ήταν ένας ταπεινός κατά βάση άνθρωπος, που δεν επηρεάστηκε ποτέ από τις δάφνες του και δεν ξέχασε ποτέ την προέλευσή του.
Όλοι αναγνώριζαν στο Ν.Ξ. ένα σπάνιο ήθος, μια αθώα ψυχή και μια ακτινοβολία που μαγνήτιζε τους πάντες. Αξίζει ν’ αναφέρουμε τα σχόλια τριών σημαντικών καλλιτεχνών, από διαφορετικούς χώρους, για την απώλεια του συναδέλφου και φίλου τους Ν.Ξ.: αυτό της τραγουδίστριας Βίκυς Μοσχολιού ότι: «Το τραγούδι του Ν.Ξ. είναι βαθειά ριζωμένο στην ψυχή του ελληνικού λαού. Δε νομίζω ότι ο Ν.Ξ. έφυγε. Θα ζει αιώνια στις επερχόμενες γενιές...», του ηθοποιού Μάνου Κατράκη, ο οποίος είπε: «Όταν μιλάει κανείς για τον Ν.Ξ., δεν μπορεί να μη θυμηθεί το χαμόγελο και τη μεγάλη του καρδιά. Είχε μια απλή λεβεντιά που δύσκολα πια συναντάς. Δίκαια οι Κρητικοί ένοιωθαν περήφανοι γι’ αυτόν» και του λυράρη Κώστα Μουντάκη, ο οποίος είπε ότι: «Ο Ν.Ξ. ετηρούσε όλη τη λεβεντιά της Κρήτης. Τον εκαμάρωνα πάρα πολύ. [....] Είχε ανδροπρέπεια....κρητική ψυχή!»
 Για τη δε κρητική λεβεντιά του, αυτή δεν κρυβόταν ούτε στην καθάρια φωνή του, ούτε στο όμορφο παρουσιαστικό του.
 
Δρ. Ρενάτα Δαλιανούδη
 
 
Βιβλιογραφία - Πηγές
1.        Αγγελής Νίκος, Οι πηγές της φωνής του Νίκου Ξυλούρη, εφημ. Ακρόπολις, 24/2/1980
2.        Αδαμίδου Σ., Για τον «αρχάγγελο» της Κρήτης, εφημ. Ριζοσπάστης, 14/7/2002.
3.        Αμαργιανάκης Γεώργιος, Κρητική βυζαντινή και παραδοσιακή μουσική, δημοσίευση στο βιβλίο «Κρήτη Ιστορία και Πολιτισμός», τ. Β’, εκδ. Συνδέσμου Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, Ηράκλειο 1988.
4.        Αεράκης Γιώργης, Νίκος Ξυλούρης, 20 χρόνια απουσίας, εφημ.Πατρίς, Ηράκλειο 2000.
5.        Αμαργιανάκης Γεώργιος, Για μια μορφολογία του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού (Σημειώσεις), Αθήνα 1994.
6.        Αμαργιανάκης Γεώργιος, Σύμμεικτα, τ. 1, Αθήνα 1997.
7.        Αμαργιανάκης Γεώργιος, Εισαγωγή στην ελληνική δημοτική μουσική (Σημειώσεις), Αθήνα 1999.
8.        Αμαργιανάκης Γεώργιος, Η μουσική στην Κρήτη, δημοσίευση στο κρητικό ημερολόγιο Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη, Αθήνα 2000.
9.        Ανωγειανάκης Φοίβος, Λεωτσάκος Γεώργιος, Έφυγε ο Νίκος Ξυλούρης, εφημ. Πρωινή, 9/2/1980.
10.     Βασιλάκης Κώστας, 22 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Ξυλούρη, άρθρο στο www.cretan-music.gr[τελευταία πρόσβαση 24/10/2005]
11.     Baud-Bovy Samuel, Chansons populaires de Crête occidentaleΓενεύη 1972.
12.     Baud-BovySamuel, Δοκίμιο για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, εκδ. Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, β’ έκδ. Ναύπλιο 1994.
13.     Γεωργουσόπουλος Κώστας, Το μεγάλο μας τσίρκο-Η ιστορία στον μπερντέ, σημείωμα (Οκτώβριος 2001) στο ένθετο του CDΤο μεγάλο μας τσίρκο,EMI 2003.
14.     Γιαΐτσης Παναγιώτης, Στη μνήμη του Αρχάγγελου, περιοδ. ΣΤΙΓΜΕΣ, τ. 72, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2003.
15.     Δαλιανούδη Ρενάτα, Το βιολί και το λαγούτο ως παραδοσιακή ζυγιά στη Δυτική Κρήτη- Κουρδίσματα, Ρεπερτόριο, Τεχνικές, Παγκρήτιος Σύλλογος, Ηράκλειο 2004.
16.     Δαλιανούδη Ρενάτα, Το βιολί και η κιθάρα ως παραδοσιακή ζυγιά στην Ανατολική Κρήτη- Κουρδίσματα, Ρεπερτόριο, Τεχνικές, Παγκρήτιος Σύλλογος, Ηράκλειο 2004.
17.     Θωμαδάκης Βασίλης, Λαϊκός θρύλος θα παραμείνει ο Νίκος Ξυλούρης, περιοδ. Κρήτη, τ. 124, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1980.
18.     Καμπανέλλης Ιάκωβος, Το μεγάλο μας τσίρκο, σημείωμα στο ένθετο του CDΤο μεγάλο μας τσίρκο,EMI 2003.
19.     Καψωμένος Ερατοσθένης, Το Σύγχρονο Κρητικό Ιστορικό Τραγούδι, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1987.
20.     Μουντάκης Κώστας, ένθετο στην κασετίνα 5 CDs: Κώστας Μουντάκης-Σπάνιες ζωντανές ηχογραφήσεις»
21.     Παπαδάκης Κωνσταντίνος (ή Ναύτης), «Κρητική» λύρα- ένας μύθος, Χανιά 1989.
22.     Ρηγινιώτης Θεόδωρος, Τα επαναστατικά τραγούδια στην Κρήτη, άρθρο στο www.cretan-music.gr
23.     Σηφάκης Γ. Μ., Για μια ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, ΠΕΚ, Ηράκλειο 1988.
24.     Σηφάκης Γ. Μ., Προβλήματα έκδοσης των δημοτικών τραγουδιών, εισήγηση στη Ζ’ επιστημονική συνάντηση με θέμα «Εκδοτικά και ερμηνευτικά ζητήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας», Θεσσαλονίκη 1998.
25.     Τσουχλαράκης Γιάννης, Πότες θα κάμει ξαστεριά. Τραγούδι επαναστατικό ή βεντέτας;, περιοδ. ΚΡΗΤΗ, τ. 272, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2005.
26.     Χαραλάμπους Χρήστος, Νίκος Ξυλούρης – Με τη χορδή της λύρας, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 2003.
27.     μαγνητοσκοπημένο υλικό από το ΑΡΧΕΙΟ της Ε.Ρ.Τ.
28.     μαγνητοσκοπημένο οπτικο-ακουστικό υλικό από το ΑΡΧΕΙΟ του Περικλή Κατσούγκρη.
 
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
29.     http://stigmes.gr [τελευταία πρόσβαση 24/10/2005]
30.     www.cretan-music.gr [τελευταία πρόσβαση 24/10/2005]
31.     www.cretan-music.com [τελευταία πρόσβαση 29/10/2005]
32.     www.christosleontis.gr [τελευταία πρόσβαση 24/10/2005]
33.     www.yiannismarkopoulos.gr [τελευταία πρόσβαση 30/10/2005]
 
ΔΙΣΚΟΙ ΑΚΤΙΝΑΣ
 
34.     Το μεγάλο μας τσίρκο,EMI 2003
35.     Κώστας Μουντάκης-Σπάνιες ζωντανές ηχογραφήσεις» (κασετίνα 5 CDs), 2001.
 


[1] Βλ. βιβλιογραφία-πηγές, Αμαργιανάκης Γιώργος [1999].
[2] Βλ. βιβλιογραφία-πηγές, Αεράκης Γιώργης.
[3] Βλ. βιβλιογραφία-πηγές, Αμαργιανάκης Γιώργος [1999]
[4] Βλ. βιβλιογραφία-πηγές, Ρενάτα Δαλιανούδη [2004 α]
[5] Το παλιό αυτό ριζίτικο, κατά αρκετούς μελετητές και σύμφωνα με την προφορική παράδοση, δεν ήταν ποτέ αντιστασιακό. Ήταν συνδεδεμένο με τη βεντέτα των Μουσούρων και των Τσουράκηδων (αρχές 19ου αι.), γι’ αυτό και δεν τραγουδιόταν συχνά. Με την έκδοση του δίσκου Ριζίτικα, σ’ ενορχήστρωση Γ.Μαρκόπουλου και την ερμηνεία του Ν.Ξ., έγινε τη δεκαετία του ’70 σύμβολο πολιτικής αντίστασης.  Τη μελωδία του, όμως, έχουν δανειστεί πολλά νεο-ριζίτικα, τα οποία τραγουδιούνται με άλλους στίχους. Βλ. βιβλιογραφία-πηγές, Παπαδάκης Κων/νος και Γιάννης Τσουχλαράκης.
[6] Βλ. βιβλιογραφία-πηγές, Φοίβος Ανωγειανάκης, Γιώργος Λεωτσάκος.
[7] Βλ. βιβλιογραφία-πηγές, Αμαργιανάκης Γιώργος, [1997].
[8] Βλ. βιβλιογραφία-πηγές, Καμπανέλλης Ιάκωβος.
[9] Βλ. βιβλιογραφία-πηγές, Γεωργουσόπουλος Κώστας.